Death Penalty for Drug Dealers? Really Trump? Didn't You Push The Deadliest Drug On Americans?
video
source
Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον. – Ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι. // // Happy are the free and free are the brave.
video
source
Όλα στη φόρα τα βγάζουν οι δύο κοπέλες που διέλυσαν την υγεία τους στην κυριολεξία από το τσίμπημα.
Η Χαρά και η Μαριλένα μιλούν στην εφημερίδα του Στέφανου Χίου, για τον εφιάλτη που έζησαν από τη στιγμή που προχώρησαν στην ιατρική πράξη.
«Η υγεία μας κατέρρευσε, η ζωή μας άλλαξε» λένε.
Οδηγήθηκαν στο ψυχιατρείο με ψυχικά προβλήματα και ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή.
Καταστράφηκε η ζωή τους από τη μία στιγμή στην άλλη. Οι δύο κοπέλες καταγγέλλουν το εμβόλι# της Pfizer για τον Γολγοθά που ανεβαίνουν.
πηγη
https://karditsastakara.wordpress.com/.
BECAUSE WE LIKE THE TRUTH
Η "ΠΑΝΔΗΜΙΑ" ΦΑΡΣΑ ΕΧΕΙ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΕΙΠΕ Ο JOE BIDEN - ΠΟΤΕ ΑΡΧΙΣΕ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ;;;
Επειδή σας κλείδωσαν μέσα, μέρα νύχτα, υπήρξε και πανδημία;
Πότε απόδειξαν ρε επιστημονάρες την ύπαρξη του αόρατου-19 και δεν το μάθατε; Ή σας το δήλωσαν τα αφεντικά σας και έτσι καταλήξατε στο συμπέρασμα ότι το μάθατε;
Πότε απομόνωσαν τον ιό, πότε τον καλλιέργησαν και πότε έβγαλε το ίδιο ιοφόρο φορτίο σε τουλάχιστον 3 επιστημονικές μελέτες σε διαφορετικές χώρες, ώστε να μιλάτε για πανδημία, και όχι μια μελέτη μαϊμού; Επιστήμονες δεν είσασταν; Ή κάνατε λάθος στην επιστήμη και έρευνα μαιμούδων;
Πότε βγάλατε μια εικόνα από τον μη αποδειγμένο ιό και δεν το μάθαμε; Γιατί δείχνετε μόνο καρτούν εικόνες από τον ανύπαρκτο-19; Μήπως επειδή δεν υπάρχει καμία επιστημονική μελέτη βρε απατεώνες του κερατά;
Ποιοι σας δήλωσαν την ύπαρξη του και πως; Οι ίδιοι που σας κλείδωσαν μέσα χωρίς αποδείξεις και εσείς τους πιστέψατε; Μήπως σας γλύκαναν με το λάδωμα; Μήπως πιστέψατε τα επιστρεπτέα επιδόματα ώστε να μείνετε μεσα στο σπίτι σας, χωρίς εργασία αλλά με το επίδομα για να μην υδρώσει ο κώλος σας;
Ναι όχι;
Απαντήστε την ερώτηση στους εαυτούς σας, βρε άχρηστοι αχρείοι προδότες του εαυτού σας και όχι σε εμάς...δεν έχει καμία σημασία τι πιστεύουμε εμείς εδώ και 2,5 χρόνια απάτης και φάρσας αοράτου-19. Σημασία έχει τι πιστεύετε εσείς τώρα που έλειξε η πανδημία που δεν υπήρξε ποτέ!
Αυτό που υπήρξε ήταν μια γρίπη που σας την έβγαλαν θανατηφόρο πανδημία για να σας δολοφονήσουν μαζικά οι εξουσίες που σας λαδώνουν όλους και σας έκαναν σαν τα μούτρα τους...
Θυμήθηκε ότι τελείωσε ή του το είπαν;
ΤΙ ΔΗΛΩΣΕ ΜΕ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ 2021 Ο ΖΙΡΙΝΟΦΣΚΙ; ΒΙΝΤ
Ο Ζιρινόφσκι, ένας ένθερμος Ρώσος εθνικιστής και φλογερός αντίπαλος της Δύσης, προέβλεψε ότι η χώρα του θα εισέβαλε στην Ουκρανία με εκπληκτική χρονολογική ακρίβεια.
Να δούμε αν η δήλωση του Γερμανού μασόνου πολιτικού βγει αλήθεια για την 24/9/2022=666 και πέσει η παγκόσμια βόμβα ή ρίξουν το χρηματιστήριο για να φέρουν το Παγκόσμιο Νόμισμα και QR code σε όλες σας τις συναλαγές με το οργανωμένο έγκλημα της ιδιωτικής επιχείρισης ΕΕ.
Όσο για την χώρα μας, γνωρίζετε ότι είμαστε οι πιο σαπιοι και απο τους σάπιους και γι αυτό καλό είναι οι Ελληνες εντιμοι πολίτες τώρα που θα σκάσουν ΟΛΑ να είναι έτοιμοι με τις άμυνες τους και τις ελιές και ξερό ψωμί.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΩΡΑ, αν δεν το έχετε καταλάβει κύριοι και κυρίες μασκοφόροι/ρες...
Διαβάστε ένα ακόμη λογοτεχνικό κείμενο, αυτή τη φορά πεζό, που αποδίδει τη θαυμαστή ιδιότητα του χορού να εκφράζει τα έντονα συναισθήματα, όταν τα λόγια δεν φτάνουν. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το έργο του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.
===========================
Νίκος Καζαντζάκης
Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά
O Ζορμπάς έμεινε με μισάνοιχτο στόμα∙ πολεμούσε να καταλάβει, δεν τολμούσε να πιστέψει τόση ευτυχία. Άξαφνα μπήκε στο νόημα∙ χύθηκε απάνω μου, με άρπαξε από τον ώμο.
– Χορεύεις; με ρώτησε με λαχτάρα∙ χορεύεις;
-Όχι.
-Όχι ; !
Κρέμασε τα χέρια κατάπληχτος.
– Καλά, είπε σε λίγο τότε να χορέψω εγώ, αφεντικό. Στάσου πιο πέρα, να μη σε αναποδογυρίσω. Χάι! Χάι!
Έδωκε ένα σάλτο, πετάχτηκε έξω από την παράγκα, πέταξε τα παπούτσια του, το σακάκι, το γιλέκο, ανασήκωσε τα πανταλόνια ως τα γόνατα, άρχισε να χορεύει. Το μούτρο του, μουντζαλωμένο ακόμα από το κάρβουνο, ήταν κατασκότεινο∙ τα μάτια του γυάλιζαν κάτασπρα.
Χύθηκε στο χορό, χτυπούσε τα παλαμάκια, πηδούσε, στρουφογύριζε στον αγέρα, έπεφτε κάτω με λυγισμένα γόνατα κι αντιπηδούσε ανάερα καθιστός, σα λάστιχο. Άξαφνα τινάζουνταν πάλι αψηλά στον αγέρα, σα να το ’χε βάλει πείσμα να νικήσει τους μεγάλους νόμους, να κάνει φτερά και να φύγει. Ένιωθες μέσα στο σαρακοφαγωμένο αυτό ταγαριασμένο κορμί την ψυχή να μάχεται να συνεπάρει τη σάρκα και να χυθεί μαζί της, αστροβολίδα, μέσα στο σκοτάδι. Τίναζε η ψυχή το κορμί, μα αυτό έπεφτε, δε βαστούσε πολλή ώρα στον αγέρα, το ξανατίναζε, ανήλεη, λίγο τώρα πιο αψηλά, μα πάλι το έρμο ξανάπεφτε αγκομαχώντας.
Ο Ζορμπάς μάζευε τα φρύδια, το πρόσωπό του είχε πάρει ανησυχαστικιά σοβαρότητα∙ δε σκλήριζε πια ∙ με σφιγμένα τα δόντια ο Ζορμπάς μάχουνταν να φτάσει το αδύνατο.
-Ζορμπά, Ζορμπά, φώναζα ∙ φτάνει!
Φοβόμουν μην ξαφνικά από την τόση φόρα δε βαστάξει το γέρικο κορμί του και σκορπίσει στον αγέρα θρύμματα.
Φώναζα, μα πού ν’ ακούσει ο Ζορμπάς τις φωνές του χωμάτου∙ το σπλάχνο του είχε γίνει σαν τού πουλιού. […]
-Ζορμπά, Ζορμπά, φώναζα∙ φτάνει!
Ο Ζορμπάς κουκούβισε στο χώμα, λαχανιασμένος. Το πρόσωπό του έλαμπε ευτυχισμένο. Τα γκρίζα μαλλιά του είχαν κολλήσει στο κούτελό του κι ο ιδρώτας κουρνέλιαζε στα μάγουλά του και στο πηγούνι, ανακατεμένος με κάρβουνο.
Έσκυψα απάνω του ανήσυχος.
-Αλάφρωσα, είπε σε λίγο ∙ σα να μου πήραν αίμα. Τώρα μπορώ να μιλήσω.
Μπήκε μέσα στην παράγκα, ανακάθισε μπροστά από το μαγκάλι, κι έλαμπε το πρόσωπό του.
– Τι σ’ έπιασε κι άρχισες το χορό;
– Τι ήθελες να κάμω, αφεντικό; Πλαντούσα από την πολλή χαρά μου ∙ έπρεπε να ξεσκάσω. Και πώς μπορεί να ξεσκάσει ένας άνθρωπος; Με τα λόγια; Πφφ! […]
Με κοίταξε, μου ’κλεισε το μάτι:
– Γιατί δε γελάς; ρώτησε. Τι με κοιτάς έτσι; Τέτοιο είναι το σκαρί μου. Ένας διάολος είναι μέσα μου και φωνάζει, και κάνω ό,τι μου πει. Κάθε που πάω να πλαντάξω, μου φωνάζει: «Χόρεψε!» και χορεύω. Ξεπλαντάζω. Μια φορά που πέθανε το παιδί μου, ο Δημητράκης μου, στη Χαλκιδική, έτσι σηκώθηκα πάλι και χόρεψα. Οι συγγενείς κι οι φίλοι που με θωρούσαν να χορεύω μπροστά από το λείψανο, χύθηκαν να με πιάσουν. «Τρελάθηκε ο Ζορμπάς, φώναξαν, τρελάθηκε ο Ζορμπάς» Μα εγώ, τη στιγμή εκείνη, αν δε χόρευα, θα τρελαίνουμουν από τον πόνο. Γιατί ’ταν ο πρώτος μου γιός κι ήταν τριών χρόνων και δεν μπορούσα να βαστάξω το χαμό του. Κατάλαβες τι σου λέω, αφεντικό, ή μιλώ του αγέρα;
-Κατάλαβα, Ζορμπά, κατάλαβα ∙ δε μιλάς του αγέρα.
-Μιαν άλλη πάλι φορά ήμουνα στη Ρουσία∙ γιατί πήγα κι εκεί πέρα ακόμα, πάλι για μεταλλεία ∙ για χαλκό, κοντά στο Νοβορωσίσκι. Είχα μάθει πέντ’ έξι ρούσικες λέξεις, όσες μου χρειάζουνταν στη δουλειά μου: «Όχι, ναι, ψωμί, νερό, σε αγαπώ, έλα, πόσο;» Μα να που έπιασα φιλίες μ’ ένα Ρούσο, φοβερό μπολσεβίκο. Στρωνόμαστε το λοιπόν κάθε βράδυ σε μιαν ταβέρνα στο λιμάνι και κατεβάζαμε κάμποσα καραφάκια βότκα. Ερχόμασταν στο κέφι. Κι ως ερχόμασταν στο κέφι, άνοιγε η καρδιά μας ∙ αυτός ήθελε να μου στορήσει, χαρτί και καλαμάρι, τα όσα είδε κι έπαθε στη ρούσικη Επανάσταση, κι εγώ πάλι να του ξεμυστηρευτώ το βίο και την πολιτεία μου ∙ μεθύσαμε, βλέπεις, κι είχαμε γίνει αδέρφια.
Με χερονομίες, τσάτρα πάτρα, συνεννοηθήκαμε ∙ αυτός θ’ άρχιζε πρώτος να μιλάει ∙ όταν πια δε θα καταλάβαινα, θα του φώναζα: «Στοπ!» ∙ θα σηκώνουνταν τότε να χορέψει ∙ να χορέψει ό,τι ήθελε να μου πει. Το ίδιο κι εγώ. Ό,τι δεν μπορούσαμε να πούμε με το στόμα, θα το λέγαμε με τα πόδια, με τα χέρια, με την κοιλιά ή με άγριες κραξιές: «Χάι-χάι! Χόπλα! Βίρα!» […]
Άργησα να κλείσω μάτι. Χαμένη η ζωή μου, συλλογίζουμουν ∙ να μπορούσα να ’πιανα ένα σφουγγάρι, να τα σβήσω όλα όσα διάβασα, όσα είδα κι άκουσα, να μπω στο σκολειό του Ζορμπά και ν’ αρχίσω τη μεγάλη, την αληθινή αλφαβήτα! Πόσο διαφορετικιά στράτα θα ’παιρνα! Θα γύμναζα τέλεια τις πέντε μου αίστησες, το δέρμα μου αλάκερο, να χαίρεται και να καταλαβαίνει, θα μάθαινα να τρέχω, να παλεύω, να κολυμπώ, να χιμώ καβάλα, να κάνω κουπί, να οδηγώ αυτοκίνητο, να ρίχνω τουφέκι, θα γέμιζα σάρκα την ψυχή μου ∙ θα γέμιζα ψυχή τη σάρκα μου ∙ θα φίλιωνα μέσα μου, επιτέλους, τους δυο προαιώνιους ετούτους οχτρούς …
Ανακαθιστός στο στρώμα μου, αναθίβανα τη ζωή μου που πήγαινε χαμένη. Από την ανοιχτή πόρτα διάκρινα θαμπά μέσα στην αστροφεγγιά το Ζορμπά να κάθεται κουκουβιστός σ’ ένα βράχο, σαν όρνιο νυχτερινό, και να κοιτάζει τη θάλασσα, και τον ζήλευα. «Αυτός βρήκε την αλήθεια, συλλογίζουμουν, αυτός είναι ο δρόμος!»
Νίκος Καζαντζάκης,
Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, απόσπασμα
Απόσπάσμα απο τον ΖΟΡΜΠΑ ΤΟΥ Νίκου Καζαντζάκη.
Στον Ζορμπά ο Νίκος Καζαντζάκης πραγματεύεται μεταξύ άλλων τις μεταφυσικές αγωνίες του, το πρόβλημα της ελευθερίας, τα όρια και τις δυνατότητες της ανθρώπινης δράσης, τον τρόπο να βιώνει κανείς τη ζωή, το χρέος του ανθρώπου απέναντι στον κόσμο και τους προγόνους του,το νόημα της ζωής. Ο Ζορμπάς με την απλότητα και την πείρα του πολuτάραχου βίου του υποδεικνύει ότι οι απαντήσεις δεν βρίσκονται στα βιβλία, αλλά μέσα στην ζωή, όταν τη ζει κανείς με πάθος και απελευθερωμένος από ελπίδες και προσδοκίες.
Το έργο γράφτηκε στην Αίγινα το 1941 και ολοκληρώθηκε το 1943. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και το 1954 πήρε το βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος στη Γαλλία.
============================================
Νίκος Καζαντζάκης
Αποσπάσματα από το βίβλίο:
Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά,
Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ,
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΜΠΑ
Τον πρωτογνώρισα στον Πειραιά. Είχα κατέβει στο λιμάνι να πάρω το βαπόρι για την Κρήτη. Κόντευε να ξημερώσει. Έβρεχε. Φυσούσε δυνατή σοροκάδα κι έφταναν οι πιτσιλιές της θάλασσας στο μικρό καφενεδάκι. Κλειστές οι τζαμόπορτες, μύριζε ο αγέρας ανθρώπινη βόχα και φασκόμηλο. Έκανε όξω κρύο και τα τζάμια είχαν παχνιστεί από τις ανάσες. Πέντ' έξι θαλασσινοί ξενυχτισμένοι, με τις καφετιές από γιδότριχα φανέλες, έπιναν καφέδες και φασκόμηλα και κοίταζαν από τα θαμπωμένα τζάμια τη θάλασσα.
Τα ψάρια, παραζαλισμένα από τα χτυπήματα της φουρτούνας, είχαν βρει καταφύγι χαμηλά στα ήσυχα νερά και περίμεναν πότε να γαληνέψει ο κόσμος απάνω· κι οι ψαράδες, στριμωγμένοι στους καφενέδες, περίμεναν κι αυτοί πότε να πάψει η θεϊκιά ταραχή, να ξεφοβηθούν και ν' ανέβουν στο πρόσωπο του νερού τα ψάρια να τσιμπήσουν. Oι γλώσσες, οι σκορπιοί, τα σελάχια, γυρνούσαν από τις νυχτερινές επιδρομές τους να κοιμηθούν. Ξημέρωνε.
[…]
Ό,τι απ' όλα μου 'κανε εντύπωση ήταν τα μάτια του, περγελαστικά, θλιμμένα, ανήσυχα, όλο φλόγα. Έτσι μου φάνηκαν.
Ευτύς ως έσμιξαν οι ματιές μας, θαρρείς και βεβαιώθηκε πως εγώ ήμουν αυτός που ζητούσε, κι άπλωσε το χέρι αποφασιστικά κι άνοιξε την πόρτα. Πέρασε ανάμεσα από τα τραπέζια με γοργό ελαστικό περπάτημα κι ήρθε και στάθηκε από πάνω μου.
– Ταξίδι;, με ρώτησε. Για πού, με το καλό;
– Για την Κρήτη. Γιατί ρωτάς;
– Με παίρνεις μαζί σου;
Τον κοίταξα με προσοχή. Βουλιαγμένα μάγουλα, χοντρή μασέλα, εξογκωμένα ζυγωματικά,ψαρά κατσαρωμένα μαλλιά, μάτια που σπίθιζαν. – Γιατί; τι να σε κάμω;
Σήκωσε τους ώμους.
– Γιατί! Γιατί!, έκαμε με περιφρόνηση. Δεν μπορεί τέλος πάντων ο άνθρωπος να κάμει κάτι και χωρίς γιατί; Έτσι, για το κέφι του. Να, πάρε με, ας πούμε, μάγερα· ξέρω και φτιάνω κάτι σούπες!…
Έβαλα τα γέλια. Μου άρεσαν οι τσεκουράτοι τρόποι και τα λόγια του·
μου άρεσαν κι οι σούπες. Δε θα 'ταν άσκημο, συλλογίστηκα, να τον πάρω μαζί μου το γέρο ετούτον κρεμανταλά στο μακρινό έρημο ακρογιάλι.
Σούπες, γέλια, κουβέντες… Φαίνουνταν πολυταξιδεμένος, πολυζωισμένος Σεβάχ Θαλασσινός· μου άρεσε.
– Τι συλλογιέσαι;, μου κάνει, κουνώντας τη χοντρή του κεφάλα. Κρατάς και του λόγου σου ζυγαριά, ε; Ζυγιάζεις με το δράμι, ε; Μωρέ, πάρε απόφαση, κατά διαόλου οι ζυγαριές!
Στέκουνταν από πάνω μου μαντράχαλος, κοκαλιάρης, και κουράζουμουν να σηκώνω το κεφάλι να του μιλώ. Έκλεισα τον Ντάντε.
– Κάτσε, του είπα· παίρνεις ένα φασκόμηλο;
Κάθισε· απίθωσε με προσοχή τον μπόγο του στη διπλανή καρέκλα.
– Φασκόμηλο;, έκαμε περιφρονητικά. Έλα εδώ, καφετζή· ένα ρούμι!
Ήπιε το ρούμι ρουφιά ρουφιά· το κρατούσε πολλήν ώρα στο στόμα του να το χαρεί, κι έπειτα το άφηνε αγάλια να κατεβαίνει και να του ζεσταίνει τα σωθικά. «Φιλήδονος, συλλογίστηκα, μερακλής…»
– Τι δουλειά κάνεις;, τον ρώτησα.
– Όλες τις δουλειές· του ποδαριού, του χεριού, του κεφαλιού, όλες. Αυτό μας έλειπε τώρα και να διαλέγουμε.
– Πού δούλευες τώρα τελευταία;
– Σ' ένα μεταλλείο. Είμαι, να ξέρεις, καλός μιναδόρος· καταλαβαίνω από μέταλλα, βρίσκω φιλόνια, ανοίγω γαλαρίες, κατεβαίνω στα πηγάδια, δε φοβούμαι. Δούλευα καλά, έκανα τον αρχιεργάτη, παράπονο δεν είχα· μα να που ο διάβολος έβαλε την ουρά του. Το περασμένο Σαββατόβραδο ήρθα στο κέφι, και μια και δυο κινώ, βρίσκω τον ιδιοχτήτη που 'χε έρθει εκείνη τη μέρα να μας επιθεωρήσει και τον σπάζω στο ξύλο.
– Μα γιατί; τι σου 'καμε;
– Εμένα; τίποτα! Μα τίποτα, σου λέω! Πρώτη φορά τον έβλεπα τον άνθρωπο. Μας μοίρασε και τσιγάρα, ο κακομοίρης.
– Τότε λοιπόν;
– Oυ, κάθεσαι και ρωτάς! Έτσι μου κάπνισε, βρε αδερφέ! Από της μυλωνούς τον πισινό ζητάς ορθογραφία. O πισινός της μυλωνούς είναι ο νους του ανθρώπου.
Είχα διαβάσει πολλούς ορισμούς του νου του ανθρώπου· τούτος μου φάνηκε ο πιο καταπληχτικός, και μου άρεσε. Κοίταξα τον καινούριο σύντροφο· το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ζάρες, σκαλισμένο, σαρακοτρυπημένο, σα να το 'χαν φάει τα λιοβόρια κι οι βροχές. Ένα άλλο πρόσωπο, ύστερα από λίγα χρόνια, μου 'καμε την ίδια εντύπωση, δουλεμένου, δυστυχισμένου ξύλου: το πρόσωπο του Παναΐτ Ιστράτη.
– Και τι έχεις στον μπόγο; Τρόφιμα; ρούχα; εργαλεία;
O σύντροφός μου σήκωσε τους ώμους, γέλασε.
– Πολλά φρόνιμος μου φαίνεσαι, είπε, και να με συμπαθάς. Χάιδεψε με τα μακριά σκληρά του δάχτυλα τον μπόγο.
– Όχι, πρόστεσε· είναι σαντούρι.
– Σαντούρι! Παίζεις σαντούρι;
– Όταν με σφίξουν οι φτώχειες, γυρίζω τους καφενέδες και παίζω σαντούρι. Τραγουδώ κιόλα κάτι παλιούς κλέφτικους σκοπούς, μακεδονίτικους. Κι ύστερα βγάζω δίσκο· να, το σκούφο τούτον, και μαζεύω δεκάρες.
– Πώς σε λένε;
– Αλέξη Ζορμπά. Με λένε και Τελέγραφο, για να με πειράξουν που 'μαι μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή μου. Μα δεν πάνε να λένε! Με φωνάζουν και Τσακατσούκα, γιατί μια φορά πουλούσα
κολοκυθόσπορους καβουρντισμένους. Με λένε και Περονόσπορο, γιατί όπου πάω, λέει, τα κάνω μπούλβερη και κουρνιαχτό. Έχω κι άλλα παρατσούκλια, μα άλλη ώρα…
– Και πώς έμαθες σαντούρι;
– Εγώ ήμουν είκοσι χρονών. Σ' ένα πανηγύρι του χωριού μου, πέρα, στη ρίζα του Όλυμπου, άκουσα για πρώτη φορά σαντούρι. Πιάστηκε η αναπνοή μου. Τρεις μέρες έκαμα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. «Τι έχεις, μωρέ;», μου κάνει ο πατέρας μου, ο Θεός να συχωρέσει την ψυχή του. «Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! – Μωρέ, δεν ντρέπεσαι; Κατσίβελος είσαι; όργανα θα παίζεις; – Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι!…». Είχα κομπόδεμα μερικά παραδάκια, για να παντρευτώ, σαν έρθει η ώρα. Παιδί πράμα, βλέπεις, παλαβός, το αίμα έβραζε, ήθελα παντριγιά ο ερίφης! Έδωκα ό,τι είχα και δεν είχα, κι αγόρασα ένα σαντούρι. Να, ετούτο εδώ που βλέπεις. Έφυγα μαζί του, πήγα στη Σαλονίκη, βρήκα ένα μερακλή Τούρκο, τον Ρετσέπ-εφέντη, το δάσκαλο του σαντουριού. Πέφτω στα πόδια του. «Τι θες, μωρέ ρωμιόπουλο;», μου κάνει. «– Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! – Ε, και γιατί μαθές πέφτεις στα πόδια μου; – Γιατί δεν έχω παράδες να σε πλερώσω! – Έχεις μεράκι για σαντούρι; – Έχω. – Ε, κάτσε, μωρέ, κι εγώ δε θέλω πλερωμή!». Έκατσα μαζί του ένα χρόνο κι έμαθα. O Θεός ν' αγιάσει τα κόκαλά του, θα 'χει πια πεθάνει. Αν ο Θεός βάζει στην Παράδεισο και σκύλους, ας βάλει και τον Ρετσέπ-εφέντη. Από τον καιρό που έμαθα σαντούρι, γίνηκα άλλος άνθρωπος. Όταν έχω σεκλέτια ή όταν με ζορίσει η φτώχεια, παίζω σαντούρι κι αλαφρώνω. Όταν παίζω, μου μιλούν και δεν ακούω· κι αν ακούσω, δεν μπορώ να μιλήσω. Θέλω, θέλω, μα δεν μπορώ.
– Μα γιατί, Ζορμπά;
– Ε, σεβντάς!
Η πόρτα άνοιξε· η βουή της θάλασσας μπήκε πάλι στον καφενέ, τα πόδια και τα χέρια τουρτούρισαν. Βολεύτηκα πιο βαθιά στη γωνιά μου, τυλίχτηκα στο παλτό μου, ένιωσα αναπάντεχη ευδαιμονία. «Πού να πάω;, συλλογίστηκα· καλά είμαι εδώ. Χρόνια να βαστάξει ετούτη η στιγμή». Κοίταξα τον παράξενο μουσαφίρη μπροστά μου· το μάτι του ήταν καρφωμένο απάνω μου· μικρό, στρογγυλό, κατάμαυρο· με κόκκινες φλεβίτσες στο ασπράδι· ένιωθα με τρυπούσε και μ' έψαχνε αχόρταγο.
– Λοιπόν;, έκαμα· κι ύστερα;
O Ζορμπάς σήκωσε πάλι τους κοκαλιάρικους ώμους.
– Δε βαριέσαι!, είπε· μου δίνεις ένα τσιγάρο;
Του 'δωκα. Έβγαλε από το γιλέκο του τσακμακόπετρα και φιτίλι, άναψε. Τα μάτια του μισόκλεισαν ευχαριστημένα.
– Παντρεύτηκες;
– Άνθρωπος δεν είμαι; Άνθρωπος, πάει να πει στραβός· έπεσα κι εγώ με τα μούτρα στο λάκκο, όπου έπεσαν κι οι μπροστινοί μου.
Παντρεύτηκα. Πήρα την κατρακύλα. Έγινα νοικοκύρης, έχτισα σπίτι· έκαμα παιδιά. Bάσανα! Μα ας είναι καλά το σαντούρι.
– Έπαιζες σπίτι να πάν' οι πίκρες κάτω;
– Ε, μωρέ, πώς φαίνεται πως δεν παίζεις κανένα όργανο. Τι 'ναι αυτά που τσαμπουνάς; Στο σπίτι είναι σκοτούρες, γυναίκα, παιδιά· τι θα φάμε, πώς να ντυθούμε, τι θ' απογίνουμε; Κόλαση! Και το σαντούρι θέλει καλή καρδιά. Άμα μου πει εμένα η γυναίκα μου περίσσιο λόγο, τι καρδιά θες να 'χω να παίξω σαντούρι; Άμα τα παιδιά πεινούν και νιαουρίζουν, κόπιασε του λόγου σου να παίξεις. Το σαντούρι θέλει να συλλογιέσαι μονάχα σαντούρι – κατάλαβες;
Κατάλαβα πως ο Ζορμπάς ετούτος είναι ο άνθρωπος που τόσον καιρό τον ζητούσα και δεν τον έβρισκα· μια ζωντανή καρδιά, ένα ζεστό λαρύγγι, μια ακατέργαστη μεγάλη ψυχή, που ακόμα δεν αφαλοκόπηκε από τη μάνα της, τη Γης.
Τι θα πει τέχνη, έρωτας της ομορφιάς, αγνότητα, πάθος – ο εργάτης ετούτος μού το ξεδιάλυνε με τα πιο απλά ανθρώπινα λόγια.
Κοίταξα τα χέρια αυτά που κάτεχαν να δουλεύουν τον κασμά και το σαντούρι – γιομάτα ρόζους και χαραμάδες, παραμορφωμένα και νευρικά. Άνοιξαν με προσοχή και τρυφεράδα, σα να 'γδυναν γυναίκα, το σακούλι κι έβγαλαν ένα παλιό μαγληνό σαντούρι, με πλήθος κόρδες, με μπρούντζινα και φιλντισένια στολίδια και με μιαν κόκκινη μεταξωτή φούντα στην άκρα. Τα χοντρά δάχτυλα το χάδεψαν όλο, αργά, παθητικά, σα να χάδευαν γυναίκα. Κι ύστερα πάλι το τύλιξαν, όπως τυλίγουμε αγαπημένο σώμα μη μας κρυώσει.
Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον. – Ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι. // // Happy are the free and free are the brave.