Αλέξης Ζορμπάς (απόσπασμα)


Νίκος Καζαντζάκης

Αλέξης Ζορμπάς

(απόσπασμα)

Το πρώτο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη —και ίσως το καλύτερο του— έχει τον τίτλο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και δημοσιεύτηκε το 1946. Ο κεντρικός ήρωας, ο Ζορμπάς, είναι πραγματικό πρόσωπο και ο Καζαντζάκης είχε συνεργαστεί μαζί του σε μια επιχείρηση μεταλλείων στη Μάνη. Στο έργο βέβαια το πρόσωπο μυθοποιείται και το σκηνικό της δράσης τοποθετείται στην Κρήτη, όπου ο συγγραφέας (αφηγητής) και ο Ζορμπάς προσπαθούν να εγκαταστήσουν λιγνιτωρυχείο. Ο πρώτος είναι το «αφεντικό» και ο δεύτερος ο αρχιεργάτης. Δεν ξέρουν και πολλά πράγματα από τέτοιες δουλειές, αλλά ούτε και τους ενδιαφέρει αν αποτύχουν. Ο συγγραφέας, άνθρωπος των βιβλίων και του στοχασμού, «διανοούμενος» και «καλαμαράς», αναζητάει σ' αυτή την περιπέτεια μια εμπειρία χρήσιμη για τη σκέψη του. Ο Ζορμπάς πάλι —γέρος, ορθόκορμος, κοκαλιάρης, γεμάτος ζωική ορμή, κινούμενος από το ένστικτο και το συναίσθημά του, απόλυτα ελεύθερος και έτοιμος για κάθε παράτολμη πράξη— αποτελεί την αντίθεση προς το συγγραφέα, αυτό που ο συγγραφέας θα ήθελε να ήταν, αν μπορούσε. Οι δυο μαζί συνθέτουν ολόκληρο το φάσμα της ζωής: σκέψη και δράση. Στο μυθιστόρημα κινούνται βέβαια και άλλα πρόσωπα. Ένα από αυτά είναι και η μαντάμ Ορτάνς με την οποία είχε συνδεθεί ο Ζορμπάς. Η μαντάμ Ορτάνς έχει πεθάνει. Στο απόσπασμά μας ο συγγραφέας και ο Ζορμπάς επιστρέφουν από την κηδεία της.

Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα από τα στενά δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ένα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι αναστέναζε. Κάποτε μας έρχουνταν στο φύσημα του αγέρα εύθυμα, αναβρυτά, σαν παιχνιδιάρικα νερά, τα κουδουνάκια της λύρας.

Βγήκαμε από το χωριό, πήραμε το δρόμο κατά το ακρογιάλι μας.

— Ζορμπά, είπα, για να κόψω τη βαριά σιωπή, τι αγέρας είναι ετούτος; Νοτιάς;

— Μα ο Ζορμπάς πήγαινε μπροστά, κρατώντας σα φανάρι το κλουβί με τον παπαγάλο* και δεν αποκρίθηκε.

Όταν φτάσαμε στο ακρογιάλι μας, ο Ζορμπάς στράφηκε:

— Πεινάς, αφεντικό; ρώτησε.

— Όχι, δεν πεινώ, Ζορμπά.

— Νυστάζεις;

— Όχι.

— Μήτε εγώ. Ας καθίσουμε στα χοχλάδια*· έχω κάτι να σε ρωτήσω. Ήμασταν και οι δυο κουρασμένοι, μα δε θέλαμε να κοιμηθούμε. Δε θέλαμε να χάσουμε το φαρμάκι της μέρας ετούτης· ο ύπνος μάς φαίνουνταν σα μια φυγή σε ώρα κιντύνου και ντρεπόμασταν να κοιμηθούμε.

Καθίσαμε στην άκρα της θάλασσας· έβαλε ο Ζορμπάς το κλουβί ανάμεσα στα γόνατά του και κάμποση ώρα σώπαινε. Ένας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό, πολυόματο τέρας με στρουφιχτήν* ουρά, κάπου κάπου ένα αστέρι ξεκολλούσε κι έπεφτε.

Ο Ζορμπάς κοίταξε τ' αστέρια, με το στόμα ανοιχτό, σα να τα 'βλεπε για πρώτη φορά.

— Τι να γίνεται εκεί πάνω! μουρμούρισε. Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε:

— Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα καμε; Γιατί τα καμε; Και πάνω απ' όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;

— Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορούσα να το ξηγήσω.

— Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν. Όμοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό. Σώπασε λίγο· άξαφνα ξέσπασε:

— Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δε λένε αυτό, τι λένε;

— Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν' απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.

— Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.

Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω:

— Καναβάρο*! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.

— Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί.

Στράφηκε πάλι σε μένα.

— Εγώ θέλω να μου πεις από πού ερχόμαστε και πού πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές*· θα 'χεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί· τι ζουμί έβγαλες;

Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε· αχ, να μπορούσα να του 'δινα μιαν απόκριση!

Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη· μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι 'ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; Ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.

— Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.

Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:

— Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η Γη μας· τ' άλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα· τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει· το γευόμαστε, τρώγεται· το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.

»Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου· από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια* το θρό* που κάνουν τ' άλλα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν' ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...

Σταμάτησα. Ήθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η Ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.

— Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;

— ... αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: «Θεός»· άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει».

Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα· βασανίζουνταν να καταλάβει.

— Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο· τον κοιτάζω και δε φοβούμαι· όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!

Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι:

— Όχι, δε θ' απλώσω εγώ στο Χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: «Σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!»

Δε μιλούσα· στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος.

— Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.

Δε μιλούσα. Να λες «Ναι!» στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο* σε δικιά σου λεύτερη βούληση — αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το 'ξερα, και γι' αυτό δε μιλούσα.

Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να του πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.

— Καληνύχτα, αφεντικό, είπε· φτάνει.

Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι* και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σαν να 'ταν πωρικό, το μυαλό μου.

Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζουμουν τίποτα· ένιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, κάποιον μέσα μου, να μεστώνει. Έβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν' αλλάζω. Ό,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα.

Τ' αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξημέρωνε.

 

Ν. Καζαντζάκης, «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Γυμνασίου]  «Ζορμπάς» (πληροφορίες για την ομώνυμη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη) [πηγή: Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης]  Ν. Καζαντζάκης, «Ασκητική» (αποσπάσματα)


παπαγάλος: ανήκε στη μαντάμ Ορτάνς που τον αγαπούσε ιδιαίτερα.
χοχλάδια: βότσαλα.
στρουφιχτή: περιστροφική.
Καναβάρο: όνομα παλιού φίλου της Ορτάνς, που είχε μάθει και έλεγε ο παπαγάλος.
Σολομωνική: λαϊκό βιβλίο με οδηγίες για μαγικές ενέργειες που η συγγραφή του αποδιδόταν στο Σολομώντα.
ανάρια: αραιά (επίρρ. τοπ. ή χρον.).
θρος: θρόισμα.
αναπόφευγο: αυτό που δε μπορεί κανείς να αποφύγει· το πεπρωμένο. 
Μισίρι: (το) η Αίγυπτος.

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Γιατί ο Ζορμπάς έχει «μεταφυσικές ανησυχίες»; Τι έχει προηγηθεί; (Να διαβάσετε το εισαγωγικό σημείωμα).
  2. Ποιες είναι οι μεταφυσικές ανησυχίες του Ζορμπά και με ποια ερωτήματα διατυπώνονται;
  3. Γιατί ο Ζορμπάς έχει την αξίωση να πάρει από το συγγραφέα απάντηση στα ερωτήματά του;
  4. Ποια εικόνα βρίσκει ο συγγραφέας για να εξηγήσει στο Ζορμπά τη φιλοσοφική κοσμολογία και ανθρωπολογία του; Τι συμπεραίνετε από αυτή;
  5. Τι είναι ο «ιερός τρόμος» και ποιες είναι κατά το συγγραφέα οι δυνατές αντιδράσεις των ανθρώπων σ' αυτόν; Ποια είναι η αντίδραση του Ζορμπά;
  6. Πώς αντιλαμβάνεστε τις φράσεις «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση» και «να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου λεύτερη βούληση»;

Κώστας Πανιάρας (γεν. 1934), Σύνθεση για τον Αλέξη Ζορμπά

Κώστας Πανιάρας (γεν. 1934), Σύνθεση για τον Αλέξη Ζορμπά


πηγη








ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ απ’ το βιβλίο του Καζαντζάκη »βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ απ’ το βιβλίο του Καζαντζάκη »βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»


Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή,
του αρέσει να παίζει· μα η καρδιά αγριεύει,
δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει
και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.
Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος:
Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη
χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;
Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη
χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;
Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο,
καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα.
Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται
όλες οι δυνάμεις του Σύμπαντου.
Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν,
ν΄ ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω.
Αλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή μου.

>Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω
και να βαστάξω το φοβερό
καθημερινό θέαμα της αρρώστιας,
της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου.
Ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα·
οδεύω σ΄ ένα άλλο σκοτεινό σημείο, το Μνήμα.
Μια δύναμη με σφεντονάει μέσα από το σκοτεινό
βάραθρο· μια άλλη δύναμη με συντραβάει
ακατάλυτα στο σκοτεινό βάραθρο.

Και μάχουμαι
πως να γνέψω στους συντρόφους,
προτού πεθάνω.
Να τους δώσω το χέρι μου,
να προφτάσω να συλλαβίσω
και να τους ρίξω έναν ακέραιο λόγο.
Να τους πω τι φαντάζουμαι πως είναι
τούτη η πορεία·
και κατά που ψυχανεμίζουμαι πως πάμε.
Και πως ανάγκη να ρυθμίσουμε όλοι μαζί
το περπάτημα και την καρδιά μας.
Ένα σύνθημα, σα συνωμότες, ένα λόγο απλό
να προφτάσω να πω στους συντρόφους!

Ναι, σκοπός της Γης δεν είναι η ζωή,
δεν είναι ο άνθρωπος. έζησε χωρίς αυτά,
θα ζήσει χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες
της βίαιης περιστροφής της.

Ας ενωθούμε, ας πιαστούμε σφιχτά,
ας σμίξουμε τις καρδιές μας,
ας δημιουργήσουμε εμείς, όσο βαστάει
ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης,
όσο δεν έρχουνται σεισμοί, κατακλυσμοί,
πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν,
ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο
και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε
ένα νόημα ανθρώπινο
στον υπερανθρώπινον αγώνα!

Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε
κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει.
Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης,
να μας πλερώσει το μεροκάματο μας.
Δεν ξενοδουλεύουμε· εμείς είμαστε οι αφέντες·
το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας,
σάρκα μας κι αίμα μας.
Το σκάβουμε, το κλαδεύουμε, το τρυγούμε,
πατούμε τα σταφύλια του, πίνουμε το κρασί,
τραγουδούμε και κλαίμε, οράματα κι Ιδέες
ανηφορίζουν στην κεφαλή μας.
Σε ποια εποχή του αμπελιού σου έλαχε
ο κλήρος να δουλεύεις; Στα σκάμματα;
Στον τρύγο; Στα ξεφαντώματα;
Όλα είναι ένα.
Σκάβω και χαίρουμαι
όλον τον κύκλο του σταφυλιού,
τραγουδώ μέσα στη δίψα και στο μόχτο μου,
μεθυσμένος από το μελλούμενο κρασί.
Κρατώ το γιομάτο ποτήρι και ξαναζώ το μόχτο
του παππού και του προπάππου.
Κι ο ιδρώτας της δουλειάς τρέχει κρουνός
στο αψηλό καταμέθυστο κρανίο.
Είμαι ένα σακί γιομάτο κρέας και κόκαλα, αίμα,
ιδρώτα και δάκρυα, επιθυμίες και οράματα.

net kazantzakis-biography.jpg
Ν΄ αγαπάς την ευθύνη.
Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου
έχω χρέος να σώσω τη γης.
Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.
Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου,
και μαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι
των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.

«Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!»
φωνάζουν μέσα σου οι νεκροι.
«Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες
που πεθυμήσαμε· πρόφτασε εσύ,
κοιμήσου μαζί τους!

Δεν προφτάσαμε
να κάμουμε έργα τις Ιδέες μας·
κάμε τις έργα εσύ!
Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε
και να στερεώσουμε το πρόσωπο
της ελπίδας μας· στερέωσε το εσύ!

«Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας!
Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου
και φωνάζουμε: Όχι, δε φύγαμε,
δεν ξεκορμίσαμε από σένα,
δεν κατεβήκαμε στη γης.
Μέσα από τα σωθικά σου
ξακλουθουμε τον αγώνα.
Λύτρωσε μας!»
Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου·
ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί,
από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει:
«Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ,
κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»
«Αφεντικό, έχεις τα πάντα αλλά παρ’όλα αυτά
χάνεις τη ζωή γιατί σου λείπει λίγη τρέλα.
Εάν αποκτήσεις λίγη τρέλα
θα καταλάβεις τι σημαίνει ζωή.»
Αλέξης Ζορμπάς

ΕΣΤΑΛΗ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΝΗ


πηγη

LETHAL DOSE: SASKATOON PHARMACY COVERS UP THE DEATH OF UNSUSPECTING MOTHER (CANADA)

LETHAL DOSE: SASKATOON PHARMACY COVERS UP THE DEATH OF UNSUSPECTING MOTHER (CANADA)


First published at 22:16 UTC on September 18th, 2022.

video 

https://www.bitchute.com/video/PjN8FNJgyCz9/.


source

Tim Truth

Video link: https://twitter.com/Heart4Truth/status/1571176990694313984

Want more videos? Join the leading researchers on https://GroupDiscover.com to find the best videos from across the free speech internet platforms like Odysee, Rumble, Bitchute & Brighteon.


dioskourosnews.com

Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ κος ΔΗΜΟΣ ΘΑΝΑΣΟΥΛΑΣ ΣΤΟ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΣΧΟΛΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΕ 1684/2022

Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ κος ΔΗΜΟΣ ΘΑΝΑΣΟΥΛΑΣ ΣΤΟ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΣΧΟΛΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΕ 1684/2022


πηγη

ΠΑΝ5882


POPULAR POSTS OF ALL TIME

Blog Archive

Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον. – Ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι. // // Happy are the free and free are the brave.