Showing posts with label ΑΛΕΞΗΣ ΖΟΡΜΠΑΣ. Show all posts
Showing posts with label ΑΛΕΞΗΣ ΖΟΡΜΠΑΣ. Show all posts

Νίκος Καζαντζάκης - Αποφθέγματα

Νίκος Καζαντζάκης, 1883-1957
Έλληνας συγγραφέας

Ο μεγαλύτερος Έλληνας συγγραφέας των νεώτερων χρόνων. Υπήρξε επίσης φιλόσοφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας.

Σπούδασε νομικά και έκανε μεταπτυχιακά στο Παρίσι. Θεωρούσε δασκάλους του τον Όμηρο, τον Δάντη και τον Μπεργκσόν. Το 1919 διορίστηκε από τον Βενιζέλο Γεν. Γραμματέας του Υπουργείου περιθάλψεως, υπεύθυνος για τους πρόσφυγες από τον Καύκασο.
Τα πιο γνωστά του έργα: ΟδύσσειαΒίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946), Ο καπετάν Μιχάλης (1953), Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1954), Ο τελευταίος πειρασμός  (1955),  ΑσκητικήΑναφορά στον Γκρέκο.

======================================

Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος.
Μια αστραπή η ζωή μας... μα προλαβαίνουμε
Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις —το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ‘ναι πολύ αργά.
Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή.
Υπάρχει στον κόσμο τούτον ένας μυστικός νόμος —αν δεν υπήρχε, ο κόσμος θα ‘ταν από χιλιάδες χρόνια χαμένος— σκληρός κι απαραβίαστος: το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται.
Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: «Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;» Πολέμα!
Όσο υπάρχουν παιδιά που πεινούν, Θεός δεν υπάρχει!
Τα τετραθέμελα του κόσμου τούτου: ψωμί, κρασί, φωτιά, γυναίκα.
Αν μπορείς κοίταξε τον φόβο κατάματα και ο φόβος θα φοβηθεί και θα φύγει.
Πού να βρω μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;
Tι θα πει λεύτερος; Αυτός που δεν φοβάται το θάνατο.
Η Ελλάδα επιζεί ακόμα, επιζεί νομίζω μέσα από διαδοχικά θαύματα.
Δεν τον φοβάμαι το Θεό, αυτός καταλαβαίνει και συχωρνάει. Τους ανθρώπους φοβάμαι. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν και δε συχωρνούν.
Οι μισές δουλειές, οι μισές κουβέντες, οι μισές αμαρτίες, οι μισές καλοσύνες έφεραν τον κόσμο στα σημερινά χάλια. Φτάσε, μωρέ άνθρωπε, ως την άκρα, βάρα και μη φοβάσαι! Πιο πολύ σιχαίνεται ο Θεός το μισοδιάολο παρά τον αρχιδιάολο!
Αφεντικό σε συμπαθώ πάρα πολύ. Έχεις τα πάντα εκτός από λίγη τρέλα και όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται λίγη τρέλα... Αλλιώς δεν μπορεί να σπάσει το σκοινί και να ελευθερωθεί.
Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο —ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο.
Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη μήτε η Νίκη· μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος.
Εγώ κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο· τον κοιτάζω και δε φοβούμαι· όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει.
Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν υπογράφω!
Η ζωή είναι μπελάς, ο θάνατος δεν είναι. Ζωντανός άνθρωπος, ξέρεις τι θα πει; Ν’ αμολάς το ζωνάρι σου και να γυρεύεις καβγά.
Από τα καλά κερδεμένα παίρνει ο διάολος τα μισά – από τα κακά κερδεμένα, παίρνει και το νοικοκύρη.
Αν μια γυναίκα κοιμάται μοναχή, εμείς, όλοι οι άντρες, φταίμε. Όλοι θα ’χουμε την άλλη μέρα, στην κρίση του Θεού, να δώσουμε λόγο.

(«Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»)

Δεν υπάρχει βαρύτερη τιμωρία από τούτη, να απαντάς στην κακία με καλοσύνη.
Να ξέραμε αφεντικό τι λένε οι πέτρες, τα λουλούδια, η βροχή ! Μπορεί να φωνάζουν, να μας φωνάζουν, κι εμείς να μην ακούμε.

(«Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»)

Θεός δεν είναι; Ό,τι του καπνίσει κάνει. Αν δεν μπορούσε να κάμει αδικίες, τι παντοδύναμος θα ’ταν;

(«Τελευταίος Πειρασμός»)

Η ανώτατη αρετή δεν είναι νά’ σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία.

πηγη :

https://www.gnomikologikon.gr



dioskourosnews.com

BECAUSE WE LIKE THE TRUTH

ά.

Οι πιο ωραίες φράσεις από τον Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη

image by : φιλο...λογιΣΜΑΤΑ - Weebly


Οι πιο ωραίες φράσεις από τον Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη (πλήρης τίτλος: «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»)


► Η ευτυχία είναι πράγμα απλό και λιτοδίαιτο -ένα ποτήρι κρασί, ένα κάστανο, ένα φτωχικό μαγκαλάκι, η βουή της θάλασσας. Τίποτα άλλο.

► Η ζωή είναι μπελάς, ο θάνατος δεν είναι. Ζωντανός άνθρωπος, ξέρεις τι θα πει; Ν’ αμολάς το ζωνάρι σου και να γυρεύεις καβγά.

► Να ξέραμε αφεντικό, τι λένε οι πέτρες, τα λουλούδια, η βροχή;! Μπορεί να φωνάζουν, να μας φωνάζουν, κι εμείς να μην ακούμε.

► Αφεντικό σε συμπαθώ πάρα πολύ. Έχεις τα πάντα εκτός από λίγη τρέλα και όλοι οι άνθρωποι χρειάζονται λίγη τρέλα... Αλλιώς δεν μπορεί να σπάσει το σκοινί και να ελευθερωθεί.

► Οι μισές δουλειές, οι μισές κουβέντες, οι μισές αμαρτίες, οι μισές καλοσύνες έφεραν τον κόσμο στα σημερινά χάλια. Φτάσε, μωρέ άνθρωπε, ως την άκρα, βάρα και μη φοβάσαι! Πιο πολύ σιχαίνεται ο Θεός το μισοδιάολο παρά τον αρχιδιάολο!

►Αν μια γυναίκα κοιμάται μοναχή, εμείς, όλοι οι άντρες, φταίμε. Όλοι θα ’χουμε την άλλη μέρα, στην κρίση του Θεού, να δώσουμε λόγο.

► Εγώ, μη γελάσεις, αφεντικό, φαντάζουμαι το θεό απαράλλαχτο σαν και μένα. Μονάχα πιο αψηλό, πιο δυνατό, πιο παλαβό· κι αθάνατο.

► Εγώ νομίζω πως άνθρωπος είναι αυτός που θέλει να ‘ναι λεύτερος· η γυναίκα δε θέλει να ‘ναι λεύτερη· είναι λοιπόν η γυναίκα άνθρωπος;

► ΓλΙτωσα από την πατρίδα, γλίτωσα από τους παπάδες, γλίτωσα από τα λεφτά, ξεκοσκινίζω... Λευτερώνουμαι, γίνουμαι άνθρωπος.

► Πάμε όξω φώναξε· κάτω από τ' αστέρια, να μας βλέπει ο Θεός.

► Η δικιά μου εμένα Παράδεισο είναι ετούτη: μια μικρή μυρωδάτη καμαρούλα με παρδαλά φουστάνια και μοσκοσάπουνα κι ένα διπλόφαρδο κρεβάτι με σούστες, και δίπλα μου το θηλυκό γένος.

► Άνθρωπος δεν είμαι; 'Άνθρωπος, πάει να πει στραβός. Έπεσα κι εγώ με τα μούτρα στο λάκκο όπου κι οι μπροστινοί μου. Παντρεύτηκα. Πήρα την κατρακύλα. Έγινα νοικοκύρης, έχτισα σπίτι· έκαμα παιδιά. Βάσανα.
(η κατρακύλα έγινε catastrophe στην αγγλική μετάφραση και στην ταινία)


Περισσότερα του Νίκου Καζαντζάκη στη σελίδα του Γνωμικολογικού:
http://www.gnomikologikon.gr/authquotes.php?auth=36


https://facebook.com/gnomikologos?hc_ref=ARSpn2513wWwrkt3lzyMmCu2gpZxcchLVQxgnSpihW2wApHO3_luQGbAVev40HcSfbw&fref=nf&__xts__%5B0%5D=68.ARD_IVnjf-8tg7Hh58FEZupY9-8ZvOk1O7CZnIW8ddJ8v2OzvkYoSgQzNxA97IAj_SiHC6DIU2Gor4JOv8_DjTHh0_SuMbhnDBqOurBM0t6635-sIqw33Z7BuegLzf0TrNn8Na_u1mPUitHAwgK6LRAsGCWfbHcCxjJSuiGVfFedIZ2cxg5T7PrgEPe6c4CfDp3naCnvqcqR_AMuIMtzGDxEEjS_lHSex1CLllhy63FrP8GSI4KJTeWIb_PJNmon7KFZWJW4TuUwT2ZB6Xh2ZBmESkIQPFEM&__tn__=kC-R.


► Όσο υπάρχουν παιδιά που πεινούν, Θεός δεν υπάρχει!




dioskourosnews.com

BECAUSE WE LIKE THE TRUTH

Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά - Νίκος Καζαντζάκης / video


Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά - Νίκος Καζαντζάκης


πηγή


Απόσπασμα από το βιβλίο ''Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη. Φωνή: Άγγελος Σταύρου
Αν σας άρεσε το video μου , κάντε subscribe και like !!!! Facebook: https://bit.ly/3gd29Ed

Αποποίηση: Το βίντεο δεν προορίζεται για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων, αλλά για τη γνωριμία του κοινού με το βιβλίο και δημιουργήθηκε με απόλυτο σεβασμό προς τους συγγραφείς και τους κατόχους των δικαιωμάτων.




Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά

 

Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά


Μέρες έμεινε η γέψη του θανάτου στα χείλια μου· η καρδιά μου αλάφρωσε. Ο θάνατος μπήκε στη ζωή μου με γνώριμο, αγαπημένο πρόσωπο, σα φίλος που ήρθε να μας πάρει και κάθεται στη γωνιά, ως να τελειώσουμε τη δουλειά μας, και δε βιάζεται. Το μυαλό μου γαλήνεψε νογώντας έτσι φιλικό το νόημα του θανάτου.

Ο θάνατος χύνεται κάποτε στη ζωή μας, σα μυρωδιά που ζαλίζει· προπάντων όταν βρίσκεται στη μοναξιά κι είναι φεγγάρι και βαθιά σιωπή κι είναι το σώμα σου νιολουσμένο κι ανάλαφρο και δε φέρνει πολλά εμπόδια στην ψυχή, και κοιμάσαι. Τότε, για μια στιγμή, το μεσότοιχο ανάμεσα ζωής και θανάτου γίνεται διάφανο και βλέπεις τι γίνεται πίσω, κάτω από τα χώματα.

Σε μιαν τέτοια αλαφρωμένη στιγμή, εδώ στη μοναξιά, πρόβαλε ο Ζορμπάς στον ύπνο μου. Δε θυμούμαι καθόλου πώς ήταν, τι είπε, γιατί ήρθε· όταν ξύπνησα, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει· και ξαφνικά, χωρίς να ξέρω γιατί, τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.

Συνάμα σφοδρή πεθυμιά -όχι πεθυμιά, ανάγκη- με κυρίεψε να ανασυντάξω τη ζωή που ζήσαμε οι δυο μας στο κρητικό ακρογιάλι, να ζορίσω τη μνήμη μου να θυμηθεί, να μαζέψει όλες τις σκόρπιες κουβέντες, φωνές, χερονομίες, τα γέλια, τα κλάματα, τους χορούς του Ζορμπά -και να τα περισώσω.

Τόσο σφοδρή και ξαφνικιά ήταν η πεθυμιά μου αυτή, που φοβήθηκα πως ετούτο είναι σημάδι πως κάπου στη γης, τις μέρες εκείνες, ψυχομαχούσε ο Ζορμπάς· γιατί τόσο ένιωθα την ψυχή μου ενωμένη με την ψυχή του, που θεωρούσα αδύνατο να πεθάνει η μια χωρίς να τρανταχτεί και να σύρει φωνή κι η άλλη.

Δίστασα μια στιγμή να συγκετρώσω όλα τ’ αχνάρια του Ζορμπά στη μνήμη μου και να τα διατυπώσω με λόγια. Παιδιάτικος φόβος με συνεπήρε· έλεγα: “Αν το κάμω αυτό, θα πει ο Ζορμπάς αληθινά κιντυνεύει· ας αντισταθώ στο χέρι που σπρώχνει το χέρι μου.”

 

Απόσπασμα από το βιβλίο “Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά” του Νίκου Καζαντζάκη, σελ. 313, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα 2014


πηγη

https://www.thessalonikiartsandculture.gr/recent/.



dioskourosnews.com

Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά // Αποσπάσματα

 https://itravelpoetry.com

Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά

Αποσπάσματα

Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή,
του αρέσει να παίζει· μα η καρδιά αγριεύει,
δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει
και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.
Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος:
Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη
χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;
Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη
χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;

Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο,
καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα.
Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται
όλες οι δυνάμεις του Σύμπαντου.
Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν,
ν΄ ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω.
Αλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή μου.

Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω
και να βαστάξω το φοβερό
καθημερινό θέαμα της αρρώστιας,
της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου.

Ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα·
οδεύω σ΄ ένα άλλο σκοτεινό σημείο, το Μνήμα.
Μια δύναμη με σφεντονάει μέσα από το σκοτεινό
βάραθρο· μια άλλη δύναμη με συντραβάει
ακατάλυτα στο σκοτεινό βάραθρο.

πηγη

Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ‘ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.

ΑΛΕΞΗΣ ΖΟΡΜΠΑΣ


Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ‘ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.


-Εγώ θέλω να μου πεις από που ερχόμαστε και που πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές*∙ θα ‘χεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί∙ τι ζουμί έβγαλες;
Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε, αχ, να μπορούσα να του ‘δινα μια απόκριση!
Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη∙ μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ‘ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.
-Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:
-Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας∙ τ' άλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα∙ τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει∙ το γευόμαστε, τρώγεται∙ το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου∙ από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...

Σταμάτησα. Ήθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα. -Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;
-...Αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: "Θεός"∙ άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει». Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα∙ βασανίζουνταν να καταλάβει. -Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο∙ τον κοιτάζω και δεν φοβούμαι. Όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!
Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι:
-Όχι, δε θ' απλώσω εγώ στο Χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: «σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!»
Δε μιλούσα∙ στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος.
-Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.
Δε μιλούσα. Να λες «Ναι!» στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου λεύτερη βούληση -αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το 'ξερα, και γι αυτό δε μιλούσα. Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.
-Καληνύχτα, αφεντικό, είπε∙ φτάνει.
Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σα να ‘ταν πωρικό, το μυαλό μου.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζουμουν τίποτα∙ ένιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, να μεστώνει. Έβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν' αλλάζω. Ό,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα.
Τ' αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξημέρωνε.
[.....]


πηγη









dioskourosnews.com

BECAUSE WE LIKE THE TRUTH

Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ν. Καζαντζάκης

Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ν. Καζαντζάκης

 Διαβάστε  ένα ακόμη λογοτεχνικό κείμενο, αυτή τη φορά πεζό, που αποδίδει τη θαυμαστή ιδιότητα του χορού να εκφράζει τα έντονα συναισθήματα, όταν τα λόγια δεν φτάνουν. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το έργο του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.

===========================

Νίκος Καζαντζάκης
Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά

O Ζορμπάς έμεινε με μισάνοιχτο στόμα∙ πολεμούσε να καταλάβει, δεν τολμούσε να πιστέψει τόση ευτυχία. Άξαφνα μπήκε στο νόημα∙ χύθηκε απάνω μου, με άρπαξε από τον ώμο.

– Χορεύεις; με ρώτησε με λαχτάρα∙ χορεύεις;

-Όχι.

-Όχι ; !

Κρέμασε τα χέρια κατάπληχτος.

– Καλά, είπε σε λίγο τότε να χορέψω εγώ, αφεντικό. Στάσου πιο πέρα, να μη σε αναποδογυρίσω. Χάι! Χάι!

Έδωκε ένα σάλτο, πετάχτηκε έξω από την παράγκα, πέταξε τα παπούτσια του, το σακάκι, το γιλέκο, ανασήκωσε τα πανταλόνια ως τα γόνατα, άρχισε να χορεύει. Το μούτρο του, μουντζαλωμένο ακόμα από το κάρβουνο, ήταν κατασκότεινο∙ τα μάτια του γυάλιζαν κάτασπρα.

Χύθηκε στο χορό, χτυπούσε τα παλαμάκια, πηδούσε, στρουφογύριζε στον αγέρα, έπεφτε κάτω με λυγισμένα γόνατα κι αντιπηδούσε ανάερα καθιστός, σα λάστιχο. Άξαφνα τινάζουνταν πάλι αψηλά στον αγέρα, σα να το ’χε βάλει πείσμα να νικήσει τους μεγάλους νόμους, να κάνει φτερά και να φύγει. Ένιωθες μέσα στο σαρακοφαγωμένο αυτό ταγαριασμένο κορ­μί την ψυχή να μάχεται να συνεπάρει τη σάρκα και να χυ­θεί μαζί της, αστροβολίδα, μέσα στο σκοτάδι. Τίναζε η ψυχή το κορμί, μα αυτό έπεφτε, δε βαστούσε πολλή ώρα στον αγέρα, το ξανατίναζε, ανήλεη, λίγο τώρα πιο αψηλά, μα πάλι το έρμο ξανάπεφτε αγκομαχώντας.

Ο Ζορμπάς μάζευε τα φρύδια, το πρόσωπό του είχε πά­ρει ανησυχαστικιά σοβαρότητα∙ δε σκλήριζε πια ∙ με σφιγμένα τα δόντια ο Ζορμπάς μάχουνταν να φτάσει το αδύνατο.

-Ζορμπά, Ζορμπά, φώναζα ∙ φτάνει!

Φοβόμουν μην ξαφνικά από την τόση φόρα δε βαστάξει το γέρικο κορμί του και σκορπίσει στον αγέρα θρύμματα.

Φώναζα, μα πού ν’ ακούσει ο Ζορμπάς τις φωνές του χωμάτου∙ το σπλάχνο του είχε γίνει σαν τού πουλιού. […]

-Ζορμπά, Ζορμπά, φώναζα∙ φτάνει!

Ο Ζορμπάς κουκούβισε στο χώμα, λαχανιασμένος. Το πρό­σωπό του έλαμπε ευτυχισμένο. Τα γκρίζα μαλλιά του είχαν κολλήσει στο κούτελό του κι ο ιδρώτας κουρνέλιαζε στα μά­γουλά του και στο πηγούνι, ανακατεμένος με κάρβουνο.

Έσκυψα απάνω του ανήσυχος.

-Αλάφρωσα, είπε σε λίγο ∙ σα να μου πήραν αίμα. Τώρα μπο­ρώ να μιλήσω.

Μπήκε μέσα στην παράγκα, ανακάθισε μπροστά από το μαγκάλι, κι έλαμπε το πρόσωπό του.

– Τι σ’ έπιασε κι άρχισες το χορό;

– Τι ήθελες να κάμω, αφεντικό; Πλαντούσα από την πολλή χαρά μου ∙ έπρεπε να ξεσκάσω. Και πώς μπορεί να ξεσκάσει ένας άνθρωπος; Με τα λόγια; Πφφ! […]

Με κοίταξε, μου ’κλεισε το μάτι:

– Γιατί δε γελάς; ρώτησε. Τι με κοιτάς έτσι; Τέτοιο είναι το σκαρί μου. Ένας διάολος είναι μέσα μου και φωνάζει, και κάνω ό,τι μου πει. Κάθε που πάω να πλαντάξω, μου φωνά­ζει: «Χόρεψε!» και χορεύω. Ξεπλαντάζω. Μια φορά που πέθανε το παιδί μου, ο Δημητράκης μου, στη Χαλκιδική, έτσι σηκώθηκα πάλι και χόρεψα. Οι συγγενείς κι οι φίλοι που με θωρούσαν να χορεύω μπροστά από το λείψανο, χύθηκαν να με πιάσουν. «Τρελάθηκε ο Ζορμπάς, φώναξαν, τρελάθηκε ο Ζορ­μπάς» Μα εγώ, τη στιγμή εκείνη, αν δε χόρευα, θα τρελαίνουμουν από τον πόνο. Γιατί ’ταν ο πρώτος μου γιός κι ήταν τριών χρόνων και δεν μπορούσα να βαστάξω το χαμό του. Κα­τάλαβες τι σου λέω, αφεντικό, ή μιλώ του αγέρα;

-Κατάλαβα, Ζορμπά, κατάλαβα ∙ δε μιλάς του αγέρα.

-Μιαν άλλη πάλι φορά ήμουνα στη Ρουσία∙ γιατί πήγα κι εκεί πέρα ακόμα, πάλι για μεταλλεία ∙ για χαλκό, κοντά στο Νοβορωσίσκι. Είχα μάθει πέντ’ έξι ρούσικες λέξεις, όσες μου χρειάζουνταν στη δουλειά μου: «Όχι, ναι, ψωμί, νερό, σε αγαπώ, έλα, πόσο;» Μα να που έπιασα φιλίες μ’ ένα Ρούσο, φοβερό μπολσεβίκο. Στρωνόμαστε το λοιπόν κάθε βράδυ σε μιαν ταβέρνα στο λιμάνι και κατεβάζαμε κάμποσα καραφάκια βότκα. Ερχό­μασταν στο κέφι. Κι ως ερχόμασταν στο κέφι, άνοιγε η καρ­διά μας ∙ αυτός ήθελε να μου στορήσει, χαρτί και καλαμάρι, τα όσα είδε κι έπαθε στη ρούσικη Επανάσταση, κι εγώ πάλι να του ξεμυστηρευτώ το βίο και την πολιτεία μου ∙ μεθύσα­με, βλέπεις, κι είχαμε γίνει αδέρφια.

Με χερονομίες, τσάτρα πάτρα, συνεννοηθήκαμε ∙ αυτός θ’ άρχιζε πρώτος να μιλάει ∙ όταν πια δε θα καταλάβαινα, θα του φώναζα: «Στοπ!» ∙ θα σηκώνουνταν τότε να χορέψει ∙ να χορέψει ό,τι ήθελε να μου πει. Το ίδιο κι εγώ. Ό,τι δεν μπο­ρούσαμε να πούμε με το στόμα, θα το λέγαμε με τα πόδια, με τα χέρια, με την κοιλιά ή με άγριες κραξιές: «Χάι-χάι! Χόπλα! Βίρα!» […]

Άργησα να κλείσω μάτι. Χαμένη η ζωή μου, συλλογίζουμουν ∙ να μπορούσα να ’πιανα ένα σφουγγάρι, να τα σβήσω όλα όσα διάβασα, όσα είδα κι άκουσα, να μπω στο σκολειό του Ζορμπά και ν’ αρχίσω τη μεγάλη, την αληθινή αλφαβήτα! Πόσο διαφορετικιά στράτα θα ’παιρνα! Θα γύμναζα τέλεια τις πέντε μου αίστησες, το δέρμα μου αλάκερο, να χαίρεται και να καταλαβαίνει, θα μάθαινα να τρέχω, να παλεύω, να κολυμπώ, να χιμώ καβάλα, να κάνω κουπί, να οδηγώ αυτοκίνητο, να ρίχνω τουφέκι, θα γέμιζα σάρκα την ψυχή μου ∙ θα γέμιζα ψυχή τη σάρκα μου ∙ θα φίλιωνα μέσα μου, επιτέλους, τους δυο προαιώνιους ετούτους οχτρούς …

Ανακαθιστός στο στρώμα μου, αναθίβανα τη ζωή μου που πήγαινε χαμένη. Από την ανοιχτή πόρτα διάκρινα θαμπά μέ­σα στην αστροφεγγιά το Ζορμπά να κάθεται κουκουβιστός σ’ ένα βράχο, σαν όρνιο νυχτερινό, και να κοιτάζει τη θάλασσα, και τον ζήλευα. «Αυτός βρήκε την αλήθεια, συλλογίζουμουν, αυτός είναι ο δρόμος!»

Νίκος Καζαντζάκης,
Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά
, απόσπασμα




πηγη

POPULAR POSTS OF ALL TIME

Blog Archive

Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον. – Ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι. // // Happy are the free and free are the brave.