Showing posts with label ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ. Show all posts
Showing posts with label ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ. Show all posts

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ο «κοσμοκαλόγερος» των ελληνικών γραμμάτων

 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ο «κοσμοκαλόγερος» των ελληνικών γραμμάτων

Έλληνας διηγηματογράφος, ποιητής, δημοσιογράφος και μεταφραστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1144

© SanSimera.gr

Διηγηματογράφος, ποιητής, δημοσιογράφος και μεταφραστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου 1851. Ήταν ένα από τα εννέα παιδιά του δάσκαλου και ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ (1817-1897) και της Γκιουλώς Μοραΐτη (1822-1896). Έτσι, ο νεαρός Αλέξανδρος μεγάλωσε μέσα σ’ ένα κλίμα γεμάτο ευλάβεια και θρησκευτικότητα. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του και στη Σκόπελο, φοίτησε κατόπιν στο γυμνάσιο της Χαλκίδας και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Αθήνα (Βαρβάκειο) με χίλιες δυο στερήσεις. Το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν πήρε το δίπλωμά του.

Φύση ασκητική ο Παπαδιαμάντης, στα είκοσί του πήγε στο Άγιο Όρος μαζί με τον εξάδελφό του, επίσης διηγηματογράφο, Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, για να προσκυνήσει, όπως έλεγε ο ίδιος. Πάντως, δεν έμεινε πολύ εκεί. Γύρισε στην Αθήνα και όλη του η ζωή κύλησε λιτά και ασκητικά ανάμεσα στη βιοπάλη, τη συγγραφή και την εκκλησία. Επί χρόνια ήταν ο τακτικός ψάλτης στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι και από τα μικρά του χρόνια ως το θάνατό του η πιο αγαπημένη του ενασχόληση ήταν η μελέτη εκκλησιαστικών βιβλίων.

Ο Παπαδιαμάντης πολύ νέος άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά. Δημοσίευε ιδίως μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων από τα αγγλικά και γαλλικά, γλώσσες που τις έμαθε μόνος του. Παράλληλα, άρχισε και το καθαυτό λογοτεχνικό του έργο. Τα πρώτα χρόνια καταγίνεται με ιστορικά μυθιστορήματα: «Μετανάστις (1880), «Οι Έμποροι των Εθνών» (1883), «Η Γυφτοπούλα» (1884). Γράφει και μερικά ποιήματα.

Γρήγορα, όμως, βρήκε τον αληθινό του δρόμο και στράφηκε προς το διήγημα. Ο «Χρήστος Μηλιόνης» (1885), εμπνευσμένος από ένα δημοτικό τραγούδι, είναι η απαρχή της στροφής αυτής. Από το 1885 καταγίνεται αποκλειστικά μ’ αυτό το είδος. Γράφει μικρά και μεγάλα διηγήματα (νουβέλες): «Η Χολεριασμένη (1901), «Ο Πεντάρφανος» (1905), «Ο Νεκρός ταξιδιώτης (1910), «Η Φόνισσα» (1903), «Οι Μάγισσες (1900), «Η Νοσταλγός» (1894), τα «Χριστουγεννιάτικα διηγήματα», τα « Πρωτοχρονιάτικα διηγήματα και τα «Πασχαλινά διηγήματα».

Το πλούσιο διηγηματικό του έργο, με θέματα και τύπους από τις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας ή την απλοϊκή ζωή της κοινωνίας της Σκιάθου, τον παρουσιάζει συγγραφέα του είδους, που λέγεται ηθογραφία. Αλλά η ηθογραφία του είναι μόνο ο σκηνικός διάκοσμος, όπου κινούνται τα πρόσωπα και ξετυλίγονται τα γεγονότα. Ο Παπαδιαμάντης δεν αντιγράφει ήθη και έθιμα. Βλέπει τη λαϊκή ψυχή, ζει τις εκδηλώσεις και αποτυπώνει όλα αυτά στο έργο του, ένα έργο τελείως προσωπικό και ιδιότυπο ως προς την εκλογή των θεμάτων, την έμπνευση και τη γλώσσα.

Ο Παπαδιαμάντης αγάπησε την απλοϊκή ζωή, τη νοσταλγούσε και την ονειροπολούσε συνεχώς και είχε το μεγάλο μυστικό να μεταμορφώνει τα ονειροπολήματά του σε εκλεκτά διηγήματα. Ασφαλώς τέτοιες ώρες νοσταλγίας και ονειροπόλησης έπλασε τα «Ρόδινα Ακρογιάλια» (1908), «Ολόγυρα, στη λίμνη» (1892), «Το Αστεράκι» (1909), «Το μοιρολόγι της φώκιας»(1908) κ.ά. Τέτοιες ώρες, επίσης, καθώς έσκυβε πάνω από τον ανθρώπινο πόνο, έγραψε τη «Μαυρομαντηλού» (1891), τη «Σταχομαζώχτρα» (1889), το «Σπιτάκι στο λιβάδι» (1896), την «Υπηρέτρα» (1888) ή το μικρό αριστούργημα «Στο Χριστό στο κάστρο» (1892).

Στο προσωπικό ύφος του Παπαδιαμάντη ανήκουν ακόμα η έντονη λατρεία της φύσης, η θρησκευτική ευλάβεια και η βυζαντινή μελωδία, που είναι διάχυτη στο έργο του. Άλλωστε, το λέει και ο ίδιος: «Όσον ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».

Ιδιόμορφη είναι και η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, επηρεασμένη από τα εκκλησιαστικά βιβλία. Αυτό, όμως, δεν εμποδίζει ούτε τη σαφήνεια και κατανόηση, ούτε το να έχουν οι φυσικές του περιγραφές, ποίηση αληθινή.

Γενικά, ο Παπαδιαμάντης χάρισε σελίδες αριστοτεχνικές στη νεοελληνική λογοτεχνία και θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους διηγηματογράφους μας. Ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης στο δοκίμιό του για τον Μακρυγιάννη έγραψε: «Ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχομε τον Παπαδιαμάντη».

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έζησε τον περισσότερο χρόνο του στην Αθήνα και όταν κατάλαβε το τέλος του, αναζήτησε την αγαπημένη του Σκιάθο, όπου και πέθανε από πνευμονία τα ξημερώματα της 3ης Ιανουαρίου 1911.

Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος

Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4η Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α και Β τάξιν. Την Γ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικὴν Σχολήν, όπου ήκουα κατ' εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τα ξένας γλώσσας.
Μικρὸς εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» , έργον μου, εις το περιοδικὸν «Σωτήρας». Τω 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των Εθνών» εις το «Μὴ χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/1144

© SanSimera.gr




ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter

“O δύστυχος Σκιαθίτης λιγάκι πριν τον Θάνατο”: Οι τελευταίες μέρες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη από την πένα του Καρούζου και του Μαλακάση

 

“O δύστυχος Σκιαθίτης λιγάκι πριν τον Θάνατο”: Οι τελευταίες μέρες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη από την πένα του Καρούζου και του Μαλακάση

                      Συ, που θάμπωσες τον ήλιο, που σ’ εζήλεψ’ η αυγή,

Σπέρμα ουράνιο, ριχμένο, που εβλάστησες στη γη…(1)

Πρόλογος – επιμέλεια: Σπύρος Δημητρίου


Εκατόν δέκα χρόνια συμπληρώθηκαν στις 3 του Γενάρη,  από την κοίμηση του μεγάλου Σκιαθίτη, του Άγιου των Ελληνικών Γραμμάτων, του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Πέρασε μέσα από τις θύελλες της ζωής του, στην ιστορία του Νέου Ελληνισμού φτάνοντας ως τις μέρες μας, λιτός, σκυφτός, απέριττος,  για την αθανασία της τέχνης. Με το έργο του εξέφρασε την φύση της Πατρίδας και το ήθος της αυθεντικής ζωής του Νεοέλληνα που βρίσκεται σε αρμονία με την ιστορική παίδευση κάτω από τον θόλο της Ορθοδοξίας.

Δεν είναι η προγονοπληξία και η πίστη με την στενή έννοια  που προβάλλει,  αλλά ο πολιτισμός κι η παράδοση που δίνουν το στίγμα, την ιδιοπροσωπία μας ως λαού και ως Έθνους. Γι αυτό  κι η λογοτεχνία κι οι λογοτέχνες, στα χρόνια που ακολούθησαν δεν έπαψαν να διαιωνίζουν το έργο του, να τον τιμούν,  ανεξαρτήτως της οπτικής που ο καθείς έχει. Αυτό το ενωτικό, το μαζί που είναι σπάνιο σε μας,  το πέτυχε  ο κυρ Αλέξανδρος  καταφέρνοντας  να μας αποκαλύψει την ουσία της ζωής, την ουσία του πνεύματος που είναι η υψηλή ποίηση με απλά όμως υλικά όπως η αλήθεια, η «ιερή ζωή», το φως, το ελληνικό φως, η  ελληνική ύπαιθρος, το νησί του.

Ο “ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ” ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΒΥΤΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο μεγάλος Σκιαθίτης, λοιπόν,  άφησε το νησί του και σεργιάνισε το λεπτό του σαρκίο, τη μοναχική και δύσκολή ζωή του εις τας Αθήνας, από την Δεξαμενή μέχρι κάτω από τον βράχο της Ακρόπολης. Σπούδασε, έγραψε, συνομίλησε, αφουγκράστηκε το χτύπο της ζωής σε δρόμους και σοκάκια της πόλης , σε καφενεία και ταβέρνες,  αντάμα με απλούς ανθρώπους και συνοδεία λίγων κι εκλεκτών.  Ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης, συνοδοιπόρος στην τέχνη μα συνάμα φίλος απ’ τους λίγους  του κυρ Αλέξανδρου,  γράφει στο περιοδικό της «Νέας Εστίας» τις θύμισες  για τις περιπλανήσεις τους στην Αθήνα της εποχής:

«Σε όλα δε αυτά τα κέντρα, τα φτωχομάγαζα, τα λαϊκά και απλά ο κύρ Αλέξαντρος ήτανε το είδωλο. Πολλές φορές έτρωγε, εσηκώνονταν, έφευγε, σκυθρωπός και αμίλητος, πολλές φορές και χωρίς να αποχαιρετήση και κανέναν. Όταν έφευγε, ο καταστηματάρχης εσημείωνε την τιμή του λιτού του γεύματος σ’ ένα ανοιχτό μπροστά του βιβλίο των πελατών του. όπου πήγαινε για φαγητό, ήξερε πως θα έφευγε ανενόχλητα. Τις μεγάλες γιορτές, τόσον ο κύριος Πρόεδρος, ο αμαξάς, όσο και διάφοροι μικρομπακάληδες, που τον σερβίριζαν  τις καθημερινές, τον προσκαλούσαν να φάγη στο σπίτι των, οικογενειακώς. Πολλές φορές αποδέχονταν , προ πάντων αν εκτιμούσε το κρασί των». (2)

Ο ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ

Συνεχίζει ο Μαλακάσης , στο ίδιο τεύχος,  γράφοντας  χαρακτηριστικά για την γνωριμία τους, για  την αξία του κυρ Αλέξανδρου ,της σχέσης και της  μοναδικής ίσως  φιλίας τους:

«Τον Παπαδιαμάντη  τον φέρνω μπροστά μου  κάθε τόσο σκυθρωπό, και αλύγιστο τις περισσότερες φορές, με το γιακά του παλτού του πάντα ανασηκωμένο, βιαστικό και αδιάφορο μαζύ και πολυμέριμνο. Θα θυμούνται όλοι οι παλιότεροι των γραμμάτων τη ζοφερή σιλουέττα του, τα ακατάστατα γενάκια του, την απεριποίητη περιβολή του, τα λασπωμένα ή κατασκονισμένα  του υποδήματα, το ημίψηλό του το ξεθωριασμένο, την παπαδίστικη κάμμα του με την  ασημένια της λαβή, το μαύρο πλατύ κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λωρίδα, είδος κολλάρου, το ρεμβαστικό του εάν καθόταν, το χαμηλό βλέμμα του εάν περπατούσε, με τα χέρια συγκρατώντας προς τη μέση το πανωφόρι του  μαζύ με τη δεσποτική του ράβδο.

Τον πρωτογνώρισα στα γραφεία της εφημερίδας του Κορομηλά και εσχετίστηκα περισσότερο στην «Ακρόπολη» ύστερα, και συνδέθηκα μαζί του, λίγο κατόπι, με μια αμοιβαία φιλία, με μια αγάπη  που ποτέ δεν διαταράχθηκε. Περάσαμε χρόνια και χρόνια μαζύ, ο ένας στο πλευρό του άλλου, στη Δεξαμενή, σε μικρά ξενοδοχεία, σε μπακάλικα, σε ταβέρνες απόμερες, στο προαύλιο του Αγίου Φίλιππα όπου έψελνε, σε καφενεδάκια, στου Ζαχαράτου ακόμα, που έμπαινε όταν από το τζάμι με έβλεπε να κάθωμαι μόνος μου. Και ο άνθρωπος αυτός που δεν είχε με κανένα συνάδελφό του πολλές κουβέντες, μαζύ μου ευχαριστιότανε σε διάφορες μπαλιβέρνες, όταν είχε όρεξη, σε εκμυστηρεύσεις ακόμα, όταν αισθανόταν την ανάγκη να είναι διαχυτικός». (3)

Όταν ο χρόνος έκανε τον κύκλο του κι η καθημερινότητα με τα όριά της έγινε αβάσταχτη,  ο κυρ Αλέξανδρος αποφάσισε να επιστρέψει στην γενέθλια γη, στον τόπο του. Ο μεγάλος Σκιαθίτης θα επέστεφε στο νησί του για πάντα και για το τέλος. Θα τους αποχαιρετούσε όλους κλείνοντας τους λογαριασμούς, χωρίς εκκρεμότητες.  Αυτή η φυγή, αυτός ο αποχαιρετισμός, οδεύοντας στην αρχή και το τέλος,  έδωσε το έναυσμα, κάποια χρόνια αργότερα, στο μυαλό του ποιητή Νίκου Καρούζου να γράψει  ένα εξαιρετικό κείμενο μαζί με την υπόκλισή του στη ζωή και το έργο του κυρ Αλέξανδρου.  Ίσως να του έμοιαζε κιόλας. Ο τίτλος ήταν  «Ο ΔΥΣΤΥΧΟΣ ΣΚΙΑΘΙΤΗΣ ΛΙΓΑΚΙ ΠΡΙΝ ΑΠ΄ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ» και δημοσιεύθηκε στον συλλογικό τόμο του περιοδικού της «ΕΘΥΝΗΣ», αφιέρωμα  στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη για τα  εβδομήντα χρόνια από την κοίμησή του:

«Α, τι καλά, κυρ Αλέξανδρε, που έφυγες τότε, από τον κόσμο ετούτον, έτος 1911. Τώρα που σε θυμόμαστε, αντί για οτιδήποτε άλλο καθαρά χριστιανικό που θα ελέγαμε επικαίρως, προτιμούμε να θυμηθούμε το πώς έφυγες, το πώς αποχαιρέτησες την Αθήνα για να πας να πεθάνεις στη Σκιάθο». Αυτά τα γράφει ο Ηλίας Βενέζης («Ακρόπολις», 1 Απριλίου 1973), σε ημέρες μεγάλων εορτών της Ορθοδοξίας. Απ΄όσο έχω προσέξει – άλλωστε η μνήμη μου τα τελευταία χρόνια ελαττώνεται συνέχεια – οι σύγχρονοι και ομολογουμένως εκλεκτοί φίλοι του Παπαδιαμάντη δεν έχουν εντοπίσει κατά που θα’ πρεπε την ευαισθησία τους στα «προθανάτια» του τραγικού εκείνου πλάσματος. «Με εξ χιλιάδας δραχμάς διετηρήθην εγώ εις Αθήνας επί δέκα έτη, πότε νηστικός, και πότε χορτάτος. Οσάκις τυχόν μοι εμειδία επ’ ολίγον μια ελπίς, η σκληρά τύχη μοι την αφήρπαζε…». Τα βιογραφικά βεβαίως είναι γνωστά, μα ο Βενέζης είν΄ αξιομνημόνευτος, γιατί τα επανέφερε σε καιρούς γενικής αποτυχίας της Ελλάδας, χρησιμοποιώντας τις στήλες μιας εφημερίδας μεγάλης κυκλοφορίας.

O NΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

«Αλήθεια, τι ήσουν εσύ, βρώμικο, άθλιο ναυάγιο, ξέβρασμα του πελάγου σου, τι ήσουν μες σ’ αυτή τη λάμπουσα, την αλαζόνα πόλη, την πρωτεύουσα των Ελλήνων; Και πόσοι να ήταν, πόσο αλάχιστοι, αυτοί που αισθάνονταν τη μεγάλη σπίθα, το δώρο του Θεού που ήταν μέσα σου κι ήταν να το αφήσεις στους ανθρώπους»; Δεν ξέρω, αλλά τα λόγια ετούτα, δεν ξέρω, με συγκινούν ιδιαίτερα, δείγματα σοβαρών βιωμάτων του γράψαντος. Ο Παπαδιαμάντης δεν  μπορούσε να εγκαταλείψει τη μουσική του, τα ρόδινα ματογυάλια του ψυχισμού του, τίποτα δεν ήτανε δυνατό να αλλάξει την εικόνα του, κολακεία δεν έκανε στη ζωή, κολακεία δεν έκανε στο θάνατο. Είπε και ελάλησε, κατά την εκκλησιαστική του ευλάβεια, τις αντιθέσεις και τα ονείρατα της απλής εμεπιρίας, δόξασε την αθωότητα, μπήκε βαθιά και μεταφυσικώς  εχέμυθα, δηλονότι ταπεινός, με όλη την αίσθηση της φιλαμαρτημοσύνης, στα υποχθόνια του βιολογικού όντος, ο Παπαδιαμάντης δεν  μπορούσε να εγκαταλείψει τη μουσική του… Τι άραγε βλέμμα να διέθετε στις μυρωδάτες ερημιές της πατρίδας του; Τι βλέμμα στα κύματα, τι βλέμμα στη πανικόβλητη γαλήνη; Είν’ άγνωστο. Πάντως, εγώ τον εκλαμβάνω κολασμένο. Δεν το λέω αυτό με κάποια κακή έννοια, όχι, προς Θεού, με αγάπη το λέω, συναισθάνομαι τις λέξεις απόλυτα. Η αιώρηση και η δυστυχία οδηγούν αναπόφευχτα στην κόλαση. Πολλά χρόνια προτού πεθάνει, ο Παπαδιαμάντης είχε φονευθεί και εζούσε σκοτωμένος. Έτσι ακριβώς πέρασε στην περιοχή του εξαγιασμού του, τύπτοντας το στήθος που επιθυμούσε δίχως ανταπόκριση σ’ αυτήνε την ανθρώπινη ζούγκλα. Λένε μάλιστα πως τον κατέβασαν ευλαβικό παρθένο στο λάκκο του, δεν είχε πάει με γυναίκα.

Τώρα συλλογιζόμαστε τη μεγάλη του, τη λαμπρότητα, ψυχή και εγκωμιάζουμε… Η φτώχεια συνταιριάστηκε με τ΄όνομά του στην ελληνική λογοτεχνία, η ζωή του δεν επανέρχεται. Βαθιά στη βιολογικότητα η κωμωδία. Το πνεύμα υπήρξε πάντοτε διακόσμηση στην Ιστορία κι απομένει μονάχα ο θείος κεραυνός για να μας κατακάψει. «Α, τι καλά, κυρ Αλέξανδρε, που έφυγες τότε…». Τη γλώσσα-συσσίτιο του δημοτικισμού δεν την ανέχτηκε, πράττοντας με αληθινή σοφία. Σκέψη λεπτότατη και μοναδική αυθεντικότητα στην έκφραση, βγαλμένη απ΄την εκκλησία κι απ΄τη λαική σκιαθίτικη λαλιά, προσπαθούσε να υπάρξει κι όχι να γράψει, κάποτε πρέπει να το καταλάβουμε ορθοτομώντας το αθώο του φαινόμενο. Θα πάει στη Σκιάθο να ξεψυχήσει, δεν έχει κανένα λόγο ν΄αγναντέψει πίσω του, τι να τηράξει;

Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΦΙΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΒΛΑΣΣΟΥΡΟΥΣ, ΟΠΟΥ ΕΨΑΛΝΕ Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

«Στο αποχαιρετιστήριο γεύμα του στου Μπαρμπαγιάννη ο κύρ Αλέξανδρος κερνάει όποιον περάσει απ΄το μαγαζί. Του διαλέγει μονάχος του μεζέ, του γεμίζει την κούπα και τον βάζει να τσουγκρίσουν και να συχωρεθούν. Ο Μαλακάσης τον ρωτάει αν αγόρασε, όπως έπρεπε, παπούτσια και ρούχα για να πάει στο νησί του, – Αγόρασα, Μιλτιάδη μου. Δεν ψεύδομαι εγώ. Αλλά τα πήρα παλιά. Θέλεις ν΄αμαρτήσω τώρα στα γεράματα; Κι όταν έρθει η ώρα μου, πως θα επικαλεσθώ τη μεγάλη ευχή : «ει εμεγαλοφρόνησα, ει περιεβλήθην πλούσια ιμάτια…». – Όταν έρχεται η ώρα για το λογαριασμό, ο Μπαρμπαγιάννης κάνει τον ανήξερο. Δεν θέλει να πάρει χρήματα. – Δεν πειράζει, κυρ Αλέξανδρε. Κράτησέ τα να οικονομηθείς κι αργότερα μου τα στέλενεις. – Όχι, Όχι. – Τον πιάνει απ΄το μπράτσο, το Μπαρμπαγιάννη, τον τραβάει λίγο παράμερα και του βάζει στο χέρι δυο χαρτονομίσματα. – Είσαι καλός άνθρωπος και σ΄έχω στη ψυχή μου. Κι αν σούφταιξα καμμιά φορά, άνθρωποι είμαστε. Δώσε μου άφεση. Την άλλη μέρα, πρωί, ο κυρ Αλέξανδρος παίρνει παράμερα την κυρά –Μαρία, τη σπιτονοικοκυρά του.- Αυτά τα ολίγα χρήματα δια το ενοίκιον. – Μα γιατί, κυρ Αλέξανδρε; Ακόμα δε βγήκε ο μήνας. – Λάβε τα τώρα οπού τα έχω. Άλλωστε είναι τα τελευταία. Φεύγω για την πατρίδα. – Αργότερα της λέει: – Να μου ανάβεις κανένα κερί, κυρά-Μαρία όταν πεθάνω. –   Και που θα το μάθω εγώ, κυρ Αλέξανδρε, όταν πεθάνεις; Εσύ θάσαι στην πατρίδα σου, στο νησί. – Θα το μάθεις, κυρά-Μαρία. Να είσαι βέβαιη πως θα το μάθεις…».

Αυτή ήτανε στα θλιβερά σκοτάδια της Αθήνας η εκπληχτική αποκορύφωση του μουσικού συχώριου της Ορθοδοξίας μέσα σ’ ένα παπαδοπαίδι που βασανίστηκε ανυπεράσπιστο. Υποκλίνομαι.

Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΜΠΑΡΜΠΑΓΙΑΝΝΗ ΣΤΗΝ ΔΕΞΑΜΕΝΗ

Ν. Δ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ»(4)

Υπόκλιση και επίκληση της μνήμης του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, κλείνοντας το μικρό αυτό αφιέρωμα,  με το ομώνυμο ποίημα του Ν. Καρούζου από την συλλογή του «Χορταριασμένα χάσματα» που κυκλοφόρησε το 1974.

 

«Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας.

Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος έλληνας που κράτησε

τον πόνο στο σωστό του το ύψος

αγνοώντας και δημοτικισμούς και εξελικτισμούς και μόδες

αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια

την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων

αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας

ο ανοξείδωτος.

Ήδη τα θύματα της Προόδου που πρόωρα σκουριάζει

πάνε στην πατρίδα του τη Σκιάθο

κι αγοράζουν ελπίζοντας οικόπεδα

πάνε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι.

Μα είν’ αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση

με ξιπόλητα Σαββατοκύριακα και με τροχόσπιτα.

Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος

εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης

και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει».(5)

 

ΠΗΓΕΣ

1 ΔΙΣΤΙΧΟ ΑΠ’ ΤΟΝ ΥΜΝΟ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ από την συλλογή ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1874-1910) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη από τις εκδόσεις ΙΩΛΚΟΣ Αθήνα 2011.

2-3 Περιοδικό «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ» τεύχος 322 15 Μαίου 1940

4 ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ : ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥ ΑΛΕΞ. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ. ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΥΘΥΝΗ Γ’ ΕΚΔΟΣΗ ΑΘΗΝΑ 2001.

5  Ν. Δ. Καρούζου  «Χορταριασμένα χάσματα»,  Εκδόσεις Εγνατία  1974.



https://avalonofthearts.gr/o-%CE%B4%CF%8D%CF%83%CF%84%CF%85%CF%87%CE%BF%CF%82-%CF%83%CE%BA%CE%B9%CE%B1%CE%B8%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BB%CE%B9%CE%B3%CE%AC%CE%BA%CE%B9-%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%BD-%CF%84%CE%BF%CE%BD/.

Jan 12, 2021 — O δύστυχος Σκιαθίτης λιγάκι πριν τον Θάνατο”: Οι τελευταίες μέρες του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη από την πένα του Καρούζου και του Μαλακάση


 


ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter

Ηρεμολόγιο Τρίτης 20/02/2024 : Ποίημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με τίτλο «Προς την Μητέρα μου»

Ηρεμολόγιο Τρίτης 20/02/2024 : Ποίημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με τίτλο «Προς την Μητέρα μου»

 • Η πλειοψηφία της Βουλής νομοθέτησε ώστε να μπορεί να μεγαλώνει ένα παιδί σε «οικογένεια» που αντί για ανδρόγυνο υπάρχουν δύο άντρες. Φανταστείτε αυτό το παιδί να διαβάζει το ποίημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με τίτλο «Προς την Μητέρα μου» και να προσπαθεί να καταλάβει το νόημα των στίχων και το συναίσθημα που ενέπνευσε τον δημιουργό να τους γράψει. Ακολουθεί το ποίημα:

Μάννα μου, εγώμαι τ’ άμοιρο, το σκοτεινό τρυγόνι,
οπού το δέρνει ο άνεμος, βροχή που το πληγώνει.
Το δόλιο! όπου κι’ αν στραφή κι’ αφ’ όπου κι’ αν περάση
δε βρίσκει πέτρα να σταθή, κλωνάρι να πλαγιάση.

Εγώ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ’ αποδαρμένη
μέσα σε πέλαγο ανοιχτό, σε θάλασσ’ αφρισμένη,
παλαίβω με τα κύματα χωρίς πανί, τιμόνι
κι’ άλλη δεν έχω άγκουρα πλην την ευχή σου μόνη.

Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά, μανούλα μου, ν’ αράξω
μες το βαθύ το πέλαγο αυτό πριχού βουλιάξω.

Μανούλα μου, ήθελα να πάω, να φύγω, να μισέψω,
του ροιζικού μου από μακρυά τη θύρα ν’ αγναντέψω.
Στο θλιβερό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω,
κ’ εκεί ναβρώ τη μοίρα μου και να την ερωτήσω.

Να της ειπώ∙ είναι πολλά, σκληρά τα βάσανά μου,
ωσάν το δίχτυ που σφαλνά θάλασσα φύκια κι’ άμμο∙
είναι κ’ η τύχη μου σκληρή, σαν την ψυχή τη μαύρη,
π’ αρνήσθηκε την Παναγιά, κι’ οπώλεος δεν θαύρη.
Κ’ εκείνη μ’ αποκρίθηκε κι’ εκείνη απελογήθη∙
«ήτον ανήλιαστη, άτυχε, η μέρα που γεννήθης∙
άλλοι επήραν τον ανθό και συ τη ρίζα πήρες∙
όντας σε έπλασ’ ο θεός δεν είχεν άλλαις μοίρες».

• Το ποίημα ήταν γραμμένο στο πίσω μέρος μιας επιστολής στον πατέρα του, στις 18 Απριλίου 1874. Υπάρχει στο βιβλίο «Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Αλληλογραφία», Φιλολογική Επιμέλεια: Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα: 1992, σελ. 38.

πηγή:  https://www.dimokratia.gr/iremologio/574271/iremologio-tritis-20-02-2024/.



ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ


Μπορείτε να μας βρείτε στο Twitter


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - ΤΟ ΓΙΑΛΟΞΥΛΟ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ 

ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ  

- ΤΟ ΓΙΑΛΟΞΥΛΟ




ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ  - ΤΟ ΓΙΑΛΟΞΥΛΟ



πηγη


Με τη γλαφυρότητα της πένας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αναδύονται οι πολύπλοκες αλλά και τόσο απλές ανθρώπινες σχέσεις μέσα από "Το γιαλόξυλο".


dioskourosnews.com

BECAUSE WE LIKE THE TRUTH

Θα μας βρείτε στο Twitter

https://twitter.com/SpartacusGr2.


Fένοι

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - ΣΤΑΧΟΜΑΖΩΧΤΡΑ


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ -  ΣΤΑΧΟΜΑΖΩΧΤΡΑ


πηγη

Dimitris Fileles

ΑΚΟΥΣΤΕ... ... ένα βαθιά ανθρώπινο και συγκινητικό διήγημα του Αγίου της πεζογραφίας μας!!!





dioskourosnews.com

BECAUSE WE LIKE THE TRUTH

Θα μας βρείτε στο Twitter

https://twitter.com/SpartacusGr2.

«Ἡ πλουτοκρατία ἦτο, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου ...»

Wikipedia


«Ἡ πλουτοκρατία ἦτο, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου ...»

Η πλουτοκρατία- ο διαρκής αντίχριστος (από τον Αλ. Παπαδιαμάντη)

«Ὁ Χριστὸς εἶπεν: οὐ δύνασθε Θεῷ λατρεύειν καὶ Μαμωνᾷ. Διατὶ δὲν ἔλαβεν ὡς ὅρον ἀντιθέσεως ἄλλο τι βαρβαρικὸν εἴδωλον; Διότι ὁ Μαμωνᾶς εἶναι ὁ ἰσχυρότερος, ὁ κραταιότερος, ὅστις ὑποτάσσει πᾶν ἄλλο εἴδωλον, καὶ τὸν Μολὼχ καὶ τὸν Ἀσταρὼθ καὶ τὸν Βάαλ.

 Ἡ πλουτοκρατία ἦτο, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς ἀντίχριστος. Αὕτη γεννᾶ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη παράγει τὴν κοινωνικὴν σηπεδόνα. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς». 

(Ἀλεξ. Παπαδιαμάντη, «Οἱ Χαλασοχώρηδες»

Ἅπαντα, Τόμ. Β´ , κριτικὴ ἔκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. Δόμος, σελ. 453).





POPULAR POSTS OF ALL TIME

Blog Archive

Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον. – Ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι. // // Happy are the free and free are the brave.