Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ν. Καζαντζάκης

Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ν. Καζαντζάκης

 Διαβάστε  ένα ακόμη λογοτεχνικό κείμενο, αυτή τη φορά πεζό, που αποδίδει τη θαυμαστή ιδιότητα του χορού να εκφράζει τα έντονα συναισθήματα, όταν τα λόγια δεν φτάνουν. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το έργο του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.

===========================

Νίκος Καζαντζάκης
Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά

O Ζορμπάς έμεινε με μισάνοιχτο στόμα∙ πολεμούσε να καταλάβει, δεν τολμούσε να πιστέψει τόση ευτυχία. Άξαφνα μπήκε στο νόημα∙ χύθηκε απάνω μου, με άρπαξε από τον ώμο.

– Χορεύεις; με ρώτησε με λαχτάρα∙ χορεύεις;

-Όχι.

-Όχι ; !

Κρέμασε τα χέρια κατάπληχτος.

– Καλά, είπε σε λίγο τότε να χορέψω εγώ, αφεντικό. Στάσου πιο πέρα, να μη σε αναποδογυρίσω. Χάι! Χάι!

Έδωκε ένα σάλτο, πετάχτηκε έξω από την παράγκα, πέταξε τα παπούτσια του, το σακάκι, το γιλέκο, ανασήκωσε τα πανταλόνια ως τα γόνατα, άρχισε να χορεύει. Το μούτρο του, μουντζαλωμένο ακόμα από το κάρβουνο, ήταν κατασκότεινο∙ τα μάτια του γυάλιζαν κάτασπρα.

Χύθηκε στο χορό, χτυπούσε τα παλαμάκια, πηδούσε, στρουφογύριζε στον αγέρα, έπεφτε κάτω με λυγισμένα γόνατα κι αντιπηδούσε ανάερα καθιστός, σα λάστιχο. Άξαφνα τινάζουνταν πάλι αψηλά στον αγέρα, σα να το ’χε βάλει πείσμα να νικήσει τους μεγάλους νόμους, να κάνει φτερά και να φύγει. Ένιωθες μέσα στο σαρακοφαγωμένο αυτό ταγαριασμένο κορ­μί την ψυχή να μάχεται να συνεπάρει τη σάρκα και να χυ­θεί μαζί της, αστροβολίδα, μέσα στο σκοτάδι. Τίναζε η ψυχή το κορμί, μα αυτό έπεφτε, δε βαστούσε πολλή ώρα στον αγέρα, το ξανατίναζε, ανήλεη, λίγο τώρα πιο αψηλά, μα πάλι το έρμο ξανάπεφτε αγκομαχώντας.

Ο Ζορμπάς μάζευε τα φρύδια, το πρόσωπό του είχε πά­ρει ανησυχαστικιά σοβαρότητα∙ δε σκλήριζε πια ∙ με σφιγμένα τα δόντια ο Ζορμπάς μάχουνταν να φτάσει το αδύνατο.

-Ζορμπά, Ζορμπά, φώναζα ∙ φτάνει!

Φοβόμουν μην ξαφνικά από την τόση φόρα δε βαστάξει το γέρικο κορμί του και σκορπίσει στον αγέρα θρύμματα.

Φώναζα, μα πού ν’ ακούσει ο Ζορμπάς τις φωνές του χωμάτου∙ το σπλάχνο του είχε γίνει σαν τού πουλιού. […]

-Ζορμπά, Ζορμπά, φώναζα∙ φτάνει!

Ο Ζορμπάς κουκούβισε στο χώμα, λαχανιασμένος. Το πρό­σωπό του έλαμπε ευτυχισμένο. Τα γκρίζα μαλλιά του είχαν κολλήσει στο κούτελό του κι ο ιδρώτας κουρνέλιαζε στα μά­γουλά του και στο πηγούνι, ανακατεμένος με κάρβουνο.

Έσκυψα απάνω του ανήσυχος.

-Αλάφρωσα, είπε σε λίγο ∙ σα να μου πήραν αίμα. Τώρα μπο­ρώ να μιλήσω.

Μπήκε μέσα στην παράγκα, ανακάθισε μπροστά από το μαγκάλι, κι έλαμπε το πρόσωπό του.

– Τι σ’ έπιασε κι άρχισες το χορό;

– Τι ήθελες να κάμω, αφεντικό; Πλαντούσα από την πολλή χαρά μου ∙ έπρεπε να ξεσκάσω. Και πώς μπορεί να ξεσκάσει ένας άνθρωπος; Με τα λόγια; Πφφ! […]

Με κοίταξε, μου ’κλεισε το μάτι:

– Γιατί δε γελάς; ρώτησε. Τι με κοιτάς έτσι; Τέτοιο είναι το σκαρί μου. Ένας διάολος είναι μέσα μου και φωνάζει, και κάνω ό,τι μου πει. Κάθε που πάω να πλαντάξω, μου φωνά­ζει: «Χόρεψε!» και χορεύω. Ξεπλαντάζω. Μια φορά που πέθανε το παιδί μου, ο Δημητράκης μου, στη Χαλκιδική, έτσι σηκώθηκα πάλι και χόρεψα. Οι συγγενείς κι οι φίλοι που με θωρούσαν να χορεύω μπροστά από το λείψανο, χύθηκαν να με πιάσουν. «Τρελάθηκε ο Ζορμπάς, φώναξαν, τρελάθηκε ο Ζορ­μπάς» Μα εγώ, τη στιγμή εκείνη, αν δε χόρευα, θα τρελαίνουμουν από τον πόνο. Γιατί ’ταν ο πρώτος μου γιός κι ήταν τριών χρόνων και δεν μπορούσα να βαστάξω το χαμό του. Κα­τάλαβες τι σου λέω, αφεντικό, ή μιλώ του αγέρα;

-Κατάλαβα, Ζορμπά, κατάλαβα ∙ δε μιλάς του αγέρα.

-Μιαν άλλη πάλι φορά ήμουνα στη Ρουσία∙ γιατί πήγα κι εκεί πέρα ακόμα, πάλι για μεταλλεία ∙ για χαλκό, κοντά στο Νοβορωσίσκι. Είχα μάθει πέντ’ έξι ρούσικες λέξεις, όσες μου χρειάζουνταν στη δουλειά μου: «Όχι, ναι, ψωμί, νερό, σε αγαπώ, έλα, πόσο;» Μα να που έπιασα φιλίες μ’ ένα Ρούσο, φοβερό μπολσεβίκο. Στρωνόμαστε το λοιπόν κάθε βράδυ σε μιαν ταβέρνα στο λιμάνι και κατεβάζαμε κάμποσα καραφάκια βότκα. Ερχό­μασταν στο κέφι. Κι ως ερχόμασταν στο κέφι, άνοιγε η καρ­διά μας ∙ αυτός ήθελε να μου στορήσει, χαρτί και καλαμάρι, τα όσα είδε κι έπαθε στη ρούσικη Επανάσταση, κι εγώ πάλι να του ξεμυστηρευτώ το βίο και την πολιτεία μου ∙ μεθύσα­με, βλέπεις, κι είχαμε γίνει αδέρφια.

Με χερονομίες, τσάτρα πάτρα, συνεννοηθήκαμε ∙ αυτός θ’ άρχιζε πρώτος να μιλάει ∙ όταν πια δε θα καταλάβαινα, θα του φώναζα: «Στοπ!» ∙ θα σηκώνουνταν τότε να χορέψει ∙ να χορέψει ό,τι ήθελε να μου πει. Το ίδιο κι εγώ. Ό,τι δεν μπο­ρούσαμε να πούμε με το στόμα, θα το λέγαμε με τα πόδια, με τα χέρια, με την κοιλιά ή με άγριες κραξιές: «Χάι-χάι! Χόπλα! Βίρα!» […]

Άργησα να κλείσω μάτι. Χαμένη η ζωή μου, συλλογίζουμουν ∙ να μπορούσα να ’πιανα ένα σφουγγάρι, να τα σβήσω όλα όσα διάβασα, όσα είδα κι άκουσα, να μπω στο σκολειό του Ζορμπά και ν’ αρχίσω τη μεγάλη, την αληθινή αλφαβήτα! Πόσο διαφορετικιά στράτα θα ’παιρνα! Θα γύμναζα τέλεια τις πέντε μου αίστησες, το δέρμα μου αλάκερο, να χαίρεται και να καταλαβαίνει, θα μάθαινα να τρέχω, να παλεύω, να κολυμπώ, να χιμώ καβάλα, να κάνω κουπί, να οδηγώ αυτοκίνητο, να ρίχνω τουφέκι, θα γέμιζα σάρκα την ψυχή μου ∙ θα γέμιζα ψυχή τη σάρκα μου ∙ θα φίλιωνα μέσα μου, επιτέλους, τους δυο προαιώνιους ετούτους οχτρούς …

Ανακαθιστός στο στρώμα μου, αναθίβανα τη ζωή μου που πήγαινε χαμένη. Από την ανοιχτή πόρτα διάκρινα θαμπά μέ­σα στην αστροφεγγιά το Ζορμπά να κάθεται κουκουβιστός σ’ ένα βράχο, σαν όρνιο νυχτερινό, και να κοιτάζει τη θάλασσα, και τον ζήλευα. «Αυτός βρήκε την αλήθεια, συλλογίζουμουν, αυτός είναι ο δρόμος!»

Νίκος Καζαντζάκης,
Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά
, απόσπασμα




πηγη

Απόσπάσμα απο τον ΖΟΡΜΠΑ ΤΟΥ Νίκου Καζαντζάκη.









Απόσπάσμα απο τον ΖΟΡΜΠΑ ΤΟΥ Νίκου Καζαντζάκη.


Στον Ζορμπά ο Νίκος Καζαντζάκης πραγματεύεται μεταξύ άλλων τις μεταφυσικές αγωνίες του, το πρόβλημα της ελευθερίας, τα όρια και τις δυνατότητες της ανθρώπινης δράσης, τον τρόπο να βιώνει κανείς τη ζωή, το χρέος του ανθρώπου απέναντι στον κόσμο και τους προγόνους του,το νόημα της ζωής. Ο Ζορμπάς με την απλότητα και την πείρα του πολuτάραχου βίου του υποδεικνύει ότι οι απαντήσεις δεν βρίσκονται στα βιβλία, αλλά μέσα στην ζωή, όταν τη ζει κανείς με πάθος και απελευθερωμένος από ελπίδες και προσδοκίες.

Το έργο γράφτηκε στην Αίγινα το 1941 και ολοκληρώθηκε το 1943. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και το 1954 πήρε το βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος στη Γαλλία.


============================================


Νίκος Καζαντζάκης

Αποσπάσματα από το βίβλίο:

Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά,

Εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη


ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ,

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΜΠΑ

Τον πρωτογνώρισα στον Πειραιά. Είχα κατέβει στο λιμάνι να πάρω το βαπόρι για την Κρήτη. Κόντευε να ξημερώσει. Έβρεχε. Φυσούσε δυνατή σοροκάδα κι έφταναν οι πιτσιλιές της θάλασσας στο μικρό καφενεδάκι. Κλειστές οι τζαμόπορτες, μύριζε ο αγέρας ανθρώπινη βόχα και φασκόμηλο. Έκανε όξω κρύο και τα τζάμια είχαν παχνιστεί από τις ανάσες. Πέντ' έξι θαλασσινοί ξενυχτισμένοι, με τις καφετιές από γιδότριχα φανέλες, έπιναν καφέδες και φασκόμηλα και κοίταζαν από τα θαμπωμένα τζάμια τη θάλασσα.

Τα ψάρια, παραζαλισμένα από τα χτυπήματα της φουρτούνας, είχαν βρει καταφύγι χαμηλά στα ήσυχα νερά και περίμεναν πότε να γαληνέψει ο κόσμος απάνω· κι οι ψαράδες, στριμωγμένοι στους καφενέδες, περίμεναν κι αυτοί πότε να πάψει η θεϊκιά ταραχή, να ξεφοβηθούν και ν' ανέβουν στο πρόσωπο του νερού τα ψάρια να τσιμπήσουν. Oι γλώσσες, οι σκορπιοί, τα σελάχια, γυρνούσαν από τις νυχτερινές επιδρομές τους να κοιμηθούν. Ξημέρωνε.

[…]

Ό,τι απ' όλα μου 'κανε εντύπωση ήταν τα μάτια του, περγελαστικά, θλιμμένα, ανήσυχα, όλο φλόγα. Έτσι μου φάνηκαν.

Ευτύς ως έσμιξαν οι ματιές μας, θαρρείς και βεβαιώθηκε πως εγώ ήμουν αυτός που ζητούσε, κι άπλωσε το χέρι αποφασιστικά κι άνοιξε την πόρτα. Πέρασε ανάμεσα από τα τραπέζια με γοργό ελαστικό περπάτημα κι ήρθε και στάθηκε από πάνω μου.

– Ταξίδι;, με ρώτησε. Για πού, με το καλό;

– Για την Κρήτη. Γιατί ρωτάς;

– Με παίρνεις μαζί σου;

Τον κοίταξα με προσοχή. Βουλιαγμένα μάγουλα, χοντρή μασέλα, εξογκωμένα ζυγωματικά,ψαρά κατσαρωμένα μαλλιά, μάτια που σπίθιζαν. – Γιατί; τι να σε κάμω;

Σήκωσε τους ώμους.

– Γιατί! Γιατί!, έκαμε με περιφρόνηση. Δεν μπορεί τέλος πάντων ο άνθρωπος να κάμει κάτι και χωρίς γιατί; Έτσι, για το κέφι του. Να, πάρε με, ας πούμε, μάγερα· ξέρω και φτιάνω κάτι σούπες!…

Έβαλα τα γέλια. Μου άρεσαν οι τσεκουράτοι τρόποι και τα λόγια του·

μου άρεσαν κι οι σούπες. Δε θα 'ταν άσκημο, συλλογίστηκα, να τον πάρω μαζί μου το γέρο ετούτον κρεμανταλά στο μακρινό έρημο ακρογιάλι.

Σούπες, γέλια, κουβέντες… Φαίνουνταν πολυταξιδεμένος, πολυζωισμένος Σεβάχ Θαλασσινός· μου άρεσε.

– Τι συλλογιέσαι;, μου κάνει, κουνώντας τη χοντρή του κεφάλα. Κρατάς και του λόγου σου ζυγαριά, ε; Ζυγιάζεις με το δράμι, ε; Μωρέ, πάρε απόφαση, κατά διαόλου οι ζυγαριές!

Στέκουνταν από πάνω μου μαντράχαλος, κοκαλιάρης, και κουράζουμουν να σηκώνω το κεφάλι να του μιλώ. Έκλεισα τον Ντάντε.

– Κάτσε, του είπα· παίρνεις ένα φασκόμηλο;

Κάθισε· απίθωσε με προσοχή τον μπόγο του στη διπλανή καρέκλα.

– Φασκόμηλο;, έκαμε περιφρονητικά. Έλα εδώ, καφετζή· ένα ρούμι!

Ήπιε το ρούμι ρουφιά ρουφιά· το κρατούσε πολλήν ώρα στο στόμα του να το χαρεί, κι έπειτα το άφηνε αγάλια να κατεβαίνει και να του ζεσταίνει τα σωθικά. «Φιλήδονος, συλλογίστηκα, μερακλής…»

– Τι δουλειά κάνεις;, τον ρώτησα.

– Όλες τις δουλειές· του ποδαριού, του χεριού, του κεφαλιού, όλες. Αυτό μας έλειπε τώρα και να διαλέγουμε.

– Πού δούλευες τώρα τελευταία;

– Σ' ένα μεταλλείο. Είμαι, να ξέρεις, καλός μιναδόρος· καταλαβαίνω από μέταλλα, βρίσκω φιλόνια, ανοίγω γαλαρίες, κατεβαίνω στα πηγάδια, δε φοβούμαι. Δούλευα καλά, έκανα τον αρχιεργάτη, παράπονο δεν είχα· μα να που ο διάβολος έβαλε την ουρά του. Το περασμένο Σαββατόβραδο ήρθα στο κέφι, και μια και δυο κινώ, βρίσκω τον ιδιοχτήτη που 'χε έρθει εκείνη τη μέρα να μας επιθεωρήσει και τον σπάζω στο ξύλο.

– Μα γιατί; τι σου 'καμε;

– Εμένα; τίποτα! Μα τίποτα, σου λέω! Πρώτη φορά τον έβλεπα τον άνθρωπο. Μας μοίρασε και τσιγάρα, ο κακομοίρης.

– Τότε λοιπόν;

– Oυ, κάθεσαι και ρωτάς! Έτσι μου κάπνισε, βρε αδερφέ! Από της μυλωνούς τον πισινό ζητάς ορθογραφία. O πισινός της μυλωνούς είναι ο νους του ανθρώπου.

Είχα διαβάσει πολλούς ορισμούς του νου του ανθρώπου· τούτος μου φάνηκε ο πιο καταπληχτικός, και μου άρεσε. Κοίταξα τον καινούριο σύντροφο· το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ζάρες, σκαλισμένο, σαρακοτρυπημένο, σα να το 'χαν φάει τα λιοβόρια κι οι βροχές. Ένα άλλο πρόσωπο, ύστερα από λίγα χρόνια, μου 'καμε την ίδια εντύπωση, δουλεμένου, δυστυχισμένου ξύλου: το πρόσωπο του Παναΐτ Ιστράτη.

– Και τι έχεις στον μπόγο; Τρόφιμα; ρούχα; εργαλεία;

O σύντροφός μου σήκωσε τους ώμους, γέλασε.

– Πολλά φρόνιμος μου φαίνεσαι, είπε, και να με συμπαθάς. Χάιδεψε με τα μακριά σκληρά του δάχτυλα τον μπόγο.

– Όχι, πρόστεσε· είναι σαντούρι.

– Σαντούρι! Παίζεις σαντούρι;

– Όταν με σφίξουν οι φτώχειες, γυρίζω τους καφενέδες και παίζω σαντούρι. Τραγουδώ κιόλα κάτι παλιούς κλέφτικους σκοπούς, μακεδονίτικους. Κι ύστερα βγάζω δίσκο· να, το σκούφο τούτον, και μαζεύω δεκάρες.

– Πώς σε λένε;

– Αλέξη Ζορμπά. Με λένε και Τελέγραφο, για να με πειράξουν που 'μαι μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή μου. Μα δεν πάνε να λένε! Με φωνάζουν και Τσακατσούκα, γιατί μια φορά πουλούσα

κολοκυθόσπορους καβουρντισμένους. Με λένε και Περονόσπορο, γιατί όπου πάω, λέει, τα κάνω μπούλβερη και κουρνιαχτό. Έχω κι άλλα παρατσούκλια, μα άλλη ώρα…

– Και πώς έμαθες σαντούρι;

– Εγώ ήμουν είκοσι χρονών. Σ' ένα πανηγύρι του χωριού μου, πέρα, στη ρίζα του Όλυμπου, άκουσα για πρώτη φορά σαντούρι. Πιάστηκε η αναπνοή μου. Τρεις μέρες έκαμα να βάλω μπουκιά στο στόμα μου. «Τι έχεις, μωρέ;», μου κάνει ο πατέρας μου, ο Θεός να συχωρέσει την ψυχή του. «Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! – Μωρέ, δεν ντρέπεσαι; Κατσίβελος είσαι; όργανα θα παίζεις; – Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι!…». Είχα κομπόδεμα μερικά παραδάκια, για να παντρευτώ, σαν έρθει η ώρα. Παιδί πράμα, βλέπεις, παλαβός, το αίμα έβραζε, ήθελα παντριγιά ο ερίφης! Έδωκα ό,τι είχα και δεν είχα, κι αγόρασα ένα σαντούρι. Να, ετούτο εδώ που βλέπεις. Έφυγα μαζί του, πήγα στη Σαλονίκη, βρήκα ένα μερακλή Τούρκο, τον Ρετσέπ-εφέντη, το δάσκαλο του σαντουριού. Πέφτω στα πόδια του. «Τι θες, μωρέ ρωμιόπουλο;», μου κάνει. «– Εγώ θέλω να μάθω σαντούρι! – Ε, και γιατί μαθές πέφτεις στα πόδια μου; – Γιατί δεν έχω παράδες να σε πλερώσω! – Έχεις μεράκι για σαντούρι; – Έχω. – Ε, κάτσε, μωρέ, κι εγώ δε θέλω πλερωμή!». Έκατσα μαζί του ένα χρόνο κι έμαθα. O Θεός ν' αγιάσει τα κόκαλά του, θα 'χει πια πεθάνει. Αν ο Θεός βάζει στην Παράδεισο και σκύλους, ας βάλει και τον Ρετσέπ-εφέντη. Από τον καιρό που έμαθα σαντούρι, γίνηκα άλλος άνθρωπος. Όταν έχω σεκλέτια ή όταν με ζορίσει η φτώχεια, παίζω σαντούρι κι αλαφρώνω. Όταν παίζω, μου μιλούν και δεν ακούω· κι αν ακούσω, δεν μπορώ να μιλήσω. Θέλω, θέλω, μα δεν μπορώ.

– Μα γιατί, Ζορμπά;

– Ε, σεβντάς!

Η πόρτα άνοιξε· η βουή της θάλασσας μπήκε πάλι στον καφενέ, τα πόδια και τα χέρια τουρτούρισαν. Βολεύτηκα πιο βαθιά στη γωνιά μου, τυλίχτηκα στο παλτό μου, ένιωσα αναπάντεχη ευδαιμονία. «Πού να πάω;, συλλογίστηκα· καλά είμαι εδώ. Χρόνια να βαστάξει ετούτη η στιγμή». Κοίταξα τον παράξενο μουσαφίρη μπροστά μου· το μάτι του ήταν καρφωμένο απάνω μου· μικρό, στρογγυλό, κατάμαυρο· με κόκκινες φλεβίτσες στο ασπράδι· ένιωθα με τρυπούσε και μ' έψαχνε αχόρταγο.

– Λοιπόν;, έκαμα· κι ύστερα;

O Ζορμπάς σήκωσε πάλι τους κοκαλιάρικους ώμους.

– Δε βαριέσαι!, είπε· μου δίνεις ένα τσιγάρο;

Του 'δωκα. Έβγαλε από το γιλέκο του τσακμακόπετρα και φιτίλι, άναψε. Τα μάτια του μισόκλεισαν ευχαριστημένα.

– Παντρεύτηκες;

– Άνθρωπος δεν είμαι; Άνθρωπος, πάει να πει στραβός· έπεσα κι εγώ με τα μούτρα στο λάκκο, όπου έπεσαν κι οι μπροστινοί μου.

Παντρεύτηκα. Πήρα την κατρακύλα. Έγινα νοικοκύρης, έχτισα σπίτι· έκαμα παιδιά. Bάσανα! Μα ας είναι καλά το σαντούρι.

– Έπαιζες σπίτι να πάν' οι πίκρες κάτω;

– Ε, μωρέ, πώς φαίνεται πως δεν παίζεις κανένα όργανο. Τι 'ναι αυτά που τσαμπουνάς; Στο σπίτι είναι σκοτούρες, γυναίκα, παιδιά· τι θα φάμε, πώς να ντυθούμε, τι θ' απογίνουμε; Κόλαση! Και το σαντούρι θέλει καλή καρδιά. Άμα μου πει εμένα η γυναίκα μου περίσσιο λόγο, τι καρδιά θες να 'χω να παίξω σαντούρι; Άμα τα παιδιά πεινούν και νιαουρίζουν, κόπιασε του λόγου σου να παίξεις. Το σαντούρι θέλει να συλλογιέσαι μονάχα σαντούρι – κατάλαβες;

Κατάλαβα πως ο Ζορμπάς ετούτος είναι ο άνθρωπος που τόσον καιρό τον ζητούσα και δεν τον έβρισκα· μια ζωντανή καρδιά, ένα ζεστό λαρύγγι, μια ακατέργαστη μεγάλη ψυχή, που ακόμα δεν αφαλοκόπηκε από τη μάνα της, τη Γης.

Τι θα πει τέχνη, έρωτας της ομορφιάς, αγνότητα, πάθος – ο εργάτης ετούτος μού το ξεδιάλυνε με τα πιο απλά ανθρώπινα λόγια.

Κοίταξα τα χέρια αυτά που κάτεχαν να δουλεύουν τον κασμά και το σαντούρι – γιομάτα ρόζους και χαραμάδες, παραμορφωμένα και νευρικά. Άνοιξαν με προσοχή και τρυφεράδα, σα να 'γδυναν γυναίκα, το σακούλι κι έβγαλαν ένα παλιό μαγληνό σαντούρι, με πλήθος κόρδες, με μπρούντζινα και φιλντισένια στολίδια και με μιαν κόκκινη μεταξωτή φούντα στην άκρα. Τα χοντρά δάχτυλα το χάδεψαν όλο, αργά, παθητικά, σα να χάδευαν γυναίκα. Κι ύστερα πάλι το τύλιξαν, όπως τυλίγουμε αγαπημένο σώμα μη μας κρυώσει.


ΣΤΟ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ, ΕΧΕΙ ΠΕΘΑΝΕΙ Η ΜΑΝΤΑΜ ΟΡΤΑΝΣ -ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΕΡΩΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΖΟΡΜΠΑ- ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΤΗΣ.

Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα από τα στενά δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ένα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι αναστέναζε. Κάποτε μας έρχουνταν στο φύσημα του αγέρα εύθυμα, αναβρυτά, σαν παιγνιδιάρικα νερά, τα κουδουνάκια της λύρας.
Βγήκαμε από το χωριό, πήραμε το δρόμο κατά το ακρογιάλι μας.
-Ζορμπά, είπα, για να κόψω τη βαριά σιωπή, τι αγέρας είναι ετούτος; Νοτιάς;
Μα ο Ζορμπάς πήγαινε μπροστά, κρατώντας σα φανάρι το κλουβί με το παπαγάλο και δεν αποκρίθηκε.
Όταν φτάσαμε στο ακρογιάλι μας, ο Ζορμπάς στράφηκε:
-Πεινάς, αφεντικό; ρώτησε.
-Όχι, δεν πεινώ, Ζορμπά.
-Νυστάζεις;
-Όχι.
-Μήτε εγώ. Ας καθίσουμε στα χοχλάδια, έχω κάτι να σε ρωτήσω. Ήμασταν και οι δυο κουρασμένοι, μα δε θέλαμε να κοιμηθούμε. Δε θέλαμε να χάσουμε το φαρμάκι της μέρας ετούτης, ο ύπνος μας φαίνουνταν σα μια φυγή σε ώρα κιντύνου και ντρεπόμασταν να κοιμηθούμε.
Καθίσαμε στην άκρα της θάλασσας∙ έβαλε ο Ζορμπάς το κλουβί ανάμεσα στα γόνατά του και κάμποση ώρα σώπαινε. Ένας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό, πολυόματο τέρας με στρουφιχτήν ουρά, κάπου κάπου ένα αστέρι ξεκολλούσε κι έπεφτε. Ο Ζορμπάς κοίταξε τ' αστέρια, με το στόμα ανοιχτό, σα να τά 'βλεπε για πρώτη φορά.
-Τι γίνεται εκεί απάνω! μουρμούρισε.
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε.
-Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα έκαμε; Γιατί τα έκαμε; Και πάνω απ' όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε; -Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορούσα να το εξηγήσω. -Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν. Όμοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό.
Σώπασε λίγο, άξαφνα ξέσπασε:
-Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δεν λένε αυτό τι λένε;
-Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν' απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.
-Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.
Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω:
-Καναβάρο*! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.
-Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί.
Στράφηκε πάλι σε μένα
-Εγώ θέλω να μου πεις από που ερχόμαστε και που πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές*∙ θα ‘χεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί∙ τι ζουμί έβγαλες;
Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε, αχ, να μπορούσα να του ‘δινα μια απόκριση!
Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη∙ μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι ‘ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.
-Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.
Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:
-Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η γης μας∙ τ' άλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα∙ τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει∙ το γευόμαστε, τρώγεται∙ το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου∙ από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν’ ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...


Σταμάτησα. Ήθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα. -Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;
-...Αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: "Θεός"∙ άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει». Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα∙ βασανίζουνταν να καταλάβει. -Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο∙ τον κοιτάζω και δεν φοβούμαι. Όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!
Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι:
-Όχι, δε θ' απλώσω εγώ στο Χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: «σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!»
Δε μιλούσα∙ στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος.
-Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.
Δε μιλούσα. Να λες «Ναι!» στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου λεύτερη βούληση -αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το 'ξερα, και γι αυτό δε μιλούσα. Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.
-Καληνύχτα, αφεντικό, είπε∙ φτάνει.
Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σα να ‘ταν πωρικό, το μυαλό μου.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζουμουν τίποτα∙ ένιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, να μεστώνει. Έβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν' αλλάζω. Ό,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα.
Τ' αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξημέρωνε.
[.....]


πηγη






Αλέξης Ζορμπάς (απόσπασμα)


Νίκος Καζαντζάκης

Αλέξης Ζορμπάς

(απόσπασμα)

Το πρώτο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη —και ίσως το καλύτερο του— έχει τον τίτλο Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και δημοσιεύτηκε το 1946. Ο κεντρικός ήρωας, ο Ζορμπάς, είναι πραγματικό πρόσωπο και ο Καζαντζάκης είχε συνεργαστεί μαζί του σε μια επιχείρηση μεταλλείων στη Μάνη. Στο έργο βέβαια το πρόσωπο μυθοποιείται και το σκηνικό της δράσης τοποθετείται στην Κρήτη, όπου ο συγγραφέας (αφηγητής) και ο Ζορμπάς προσπαθούν να εγκαταστήσουν λιγνιτωρυχείο. Ο πρώτος είναι το «αφεντικό» και ο δεύτερος ο αρχιεργάτης. Δεν ξέρουν και πολλά πράγματα από τέτοιες δουλειές, αλλά ούτε και τους ενδιαφέρει αν αποτύχουν. Ο συγγραφέας, άνθρωπος των βιβλίων και του στοχασμού, «διανοούμενος» και «καλαμαράς», αναζητάει σ' αυτή την περιπέτεια μια εμπειρία χρήσιμη για τη σκέψη του. Ο Ζορμπάς πάλι —γέρος, ορθόκορμος, κοκαλιάρης, γεμάτος ζωική ορμή, κινούμενος από το ένστικτο και το συναίσθημά του, απόλυτα ελεύθερος και έτοιμος για κάθε παράτολμη πράξη— αποτελεί την αντίθεση προς το συγγραφέα, αυτό που ο συγγραφέας θα ήθελε να ήταν, αν μπορούσε. Οι δυο μαζί συνθέτουν ολόκληρο το φάσμα της ζωής: σκέψη και δράση. Στο μυθιστόρημα κινούνται βέβαια και άλλα πρόσωπα. Ένα από αυτά είναι και η μαντάμ Ορτάνς με την οποία είχε συνδεθεί ο Ζορμπάς. Η μαντάμ Ορτάνς έχει πεθάνει. Στο απόσπασμά μας ο συγγραφέας και ο Ζορμπάς επιστρέφουν από την κηδεία της.

Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα από τα στενά δρομάκια του χωριού. Τα σπίτια μαυρολογούσαν ολοσκότεινα, κάπου ένα σκυλί γάβγιζε, κάποιο βόδι αναστέναζε. Κάποτε μας έρχουνταν στο φύσημα του αγέρα εύθυμα, αναβρυτά, σαν παιχνιδιάρικα νερά, τα κουδουνάκια της λύρας.

Βγήκαμε από το χωριό, πήραμε το δρόμο κατά το ακρογιάλι μας.

— Ζορμπά, είπα, για να κόψω τη βαριά σιωπή, τι αγέρας είναι ετούτος; Νοτιάς;

— Μα ο Ζορμπάς πήγαινε μπροστά, κρατώντας σα φανάρι το κλουβί με τον παπαγάλο* και δεν αποκρίθηκε.

Όταν φτάσαμε στο ακρογιάλι μας, ο Ζορμπάς στράφηκε:

— Πεινάς, αφεντικό; ρώτησε.

— Όχι, δεν πεινώ, Ζορμπά.

— Νυστάζεις;

— Όχι.

— Μήτε εγώ. Ας καθίσουμε στα χοχλάδια*· έχω κάτι να σε ρωτήσω. Ήμασταν και οι δυο κουρασμένοι, μα δε θέλαμε να κοιμηθούμε. Δε θέλαμε να χάσουμε το φαρμάκι της μέρας ετούτης· ο ύπνος μάς φαίνουνταν σα μια φυγή σε ώρα κιντύνου και ντρεπόμασταν να κοιμηθούμε.

Καθίσαμε στην άκρα της θάλασσας· έβαλε ο Ζορμπάς το κλουβί ανάμεσα στα γόνατά του και κάμποση ώρα σώπαινε. Ένας φοβερός αστερισμός ανέβηκε από το βουνό, πολυόματο τέρας με στρουφιχτήν* ουρά, κάπου κάπου ένα αστέρι ξεκολλούσε κι έπεφτε.

Ο Ζορμπάς κοίταξε τ' αστέρια, με το στόμα ανοιχτό, σα να τα 'βλεπε για πρώτη φορά.

— Τι να γίνεται εκεί πάνω! μουρμούρισε. Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε:

— Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιος τα καμε; Γιατί τα καμε; Και πάνω απ' όλα, ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;

— Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το πιο απαραίτητο, και δεν μπορούσα να το ξηγήσω.

— Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν. Όμοια γούρλωσαν και μιαν άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό. Σώπασε λίγο· άξαφνα ξέσπασε:

— Τότε τι ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δε λένε αυτό, τι λένε;

— Λένε τη στενοχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί ν' απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.

— Να τη βράσω τη στενοχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.

Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτηκε απάνω:

— Καναβάρο*! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.

— Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί.

Στράφηκε πάλι σε μένα.

— Εγώ θέλω να μου πεις από πού ερχόμαστε και πού πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές*· θα 'χεις στύψει δυο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί· τι ζουμί έβγαλες;

Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε· αχ, να μπορούσα να του 'δινα μιαν απόκριση!

Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη· μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι 'ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; Ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.

— Δεν απαντάς; έκαμε ο Ζορμπάς με αγωνία.

Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:

— Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ' ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η Γη μας· τ' άλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα· τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει· το γευόμαστε, τρώγεται· το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.

»Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρόμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου· από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Ανατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια* το θρό* που κάνουν τ' άλλα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν' ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...

Σταμάτησα. Ήθελα να πω: «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η Ποίηση», μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.

— Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;

— ... αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε: «Θεός»· άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσυχα, παλικαρίσια και λένε: «Μου αρέσει».

Ο Ζορμπάς συλλογίστηκε κάμποση ώρα· βασανίζουνταν να καταλάβει.

— Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο· τον κοιτάζω και δε φοβούμαι· όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!

Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι:

— Όχι, δε θ' απλώσω εγώ στο Χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: «Σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω!»

Δε μιλούσα· στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος.

— Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφώναξε.

Δε μιλούσα. Να λες «Ναι!» στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναπόφευγο* σε δικιά σου λεύτερη βούληση — αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το 'ξερα, και γι' αυτό δε μιλούσα.

Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να του πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.

— Καληνύχτα, αφεντικό, είπε· φτάνει.

Ζεστός νοτιάς φυσούσε πέρα από το Μισίρι* και μέστωνε τα τζερτζεβατικά και τα φρούτα και τα στήθια της Κρήτης. Τον δέχουμουν να περιχύνεται στο μέτωπο, στα χείλια μου και στο λαιμό, κι έτριζε και μεγάλωνε, σαν να 'ταν πωρικό, το μυαλό μου.

Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν ήθελα. Δε συλλογίζουμουν τίποτα· ένιωθα μονάχα, στη ζεστή ετούτη νυχτιά, κάτι μέσα μου, κάποιον μέσα μου, να μεστώνει. Έβλεπα, ζούσα καθαρά το καταπληχτικό ετούτο θέαμα: ν' αλλάζω. Ό,τι γίνεται πάντα στα πιο σκοτεινά υπόγεια του στήθους μας, γίνουνταν τώρα φανερά, ξέσκεπα, μπροστά μου. Κουκουβιστός στην άκρα της θάλασσας, παρακολουθούσα το θάμα.

Τ' αστέρια θάμπωσαν, ο ουρανός φωτίστηκε, κι απάνω στο φως χαράχτηκαν με ψιλό κοντύλι τα βουνά, τα δέντρα, οι γλάροι. Ξημέρωνε.

 

Ν. Καζαντζάκης, «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Γυμνασίου]  «Ζορμπάς» (πληροφορίες για την ομώνυμη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη) [πηγή: Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης]  Ν. Καζαντζάκης, «Ασκητική» (αποσπάσματα)


παπαγάλος: ανήκε στη μαντάμ Ορτάνς που τον αγαπούσε ιδιαίτερα.
χοχλάδια: βότσαλα.
στρουφιχτή: περιστροφική.
Καναβάρο: όνομα παλιού φίλου της Ορτάνς, που είχε μάθει και έλεγε ο παπαγάλος.
Σολομωνική: λαϊκό βιβλίο με οδηγίες για μαγικές ενέργειες που η συγγραφή του αποδιδόταν στο Σολομώντα.
ανάρια: αραιά (επίρρ. τοπ. ή χρον.).
θρος: θρόισμα.
αναπόφευγο: αυτό που δε μπορεί κανείς να αποφύγει· το πεπρωμένο. 
Μισίρι: (το) η Αίγυπτος.

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Γιατί ο Ζορμπάς έχει «μεταφυσικές ανησυχίες»; Τι έχει προηγηθεί; (Να διαβάσετε το εισαγωγικό σημείωμα).
  2. Ποιες είναι οι μεταφυσικές ανησυχίες του Ζορμπά και με ποια ερωτήματα διατυπώνονται;
  3. Γιατί ο Ζορμπάς έχει την αξίωση να πάρει από το συγγραφέα απάντηση στα ερωτήματά του;
  4. Ποια εικόνα βρίσκει ο συγγραφέας για να εξηγήσει στο Ζορμπά τη φιλοσοφική κοσμολογία και ανθρωπολογία του; Τι συμπεραίνετε από αυτή;
  5. Τι είναι ο «ιερός τρόμος» και ποιες είναι κατά το συγγραφέα οι δυνατές αντιδράσεις των ανθρώπων σ' αυτόν; Ποια είναι η αντίδραση του Ζορμπά;
  6. Πώς αντιλαμβάνεστε τις φράσεις «Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η ποίηση» και «να μετουσιώνεις το αναπόφευγο σε δικιά σου λεύτερη βούληση»;

Κώστας Πανιάρας (γεν. 1934), Σύνθεση για τον Αλέξη Ζορμπά

Κώστας Πανιάρας (γεν. 1934), Σύνθεση για τον Αλέξη Ζορμπά


πηγη








ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ απ’ το βιβλίο του Καζαντζάκη »βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ απ’ το βιβλίο του Καζαντζάκη »βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»


Ο νους βολεύεται, έχει υπομονή,
του αρέσει να παίζει· μα η καρδιά αγριεύει,
δεν καταδέχεται αυτή να παίξει, πλαντάει
και χιμάει να ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.
Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος:
Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη
χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;
Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη
χωρίς να μας ζητήσει την άδεια;
Είμαι ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο,
καμωμένο από λάσπη κι ονείρατα.
Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζουνται
όλες οι δυνάμεις του Σύμπαντου.
Θέλω μια στιγμή, προτού με συντρίψουν,
ν΄ ανοίξω τα μάτια μου και να τις δω.
Αλλο σκοπό δε δίνω στη ζωή μου.

>Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω
και να βαστάξω το φοβερό
καθημερινό θέαμα της αρρώστιας,
της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου.
Ξεκίνησα από ένα σκοτεινό σημείο, τη Μήτρα·
οδεύω σ΄ ένα άλλο σκοτεινό σημείο, το Μνήμα.
Μια δύναμη με σφεντονάει μέσα από το σκοτεινό
βάραθρο· μια άλλη δύναμη με συντραβάει
ακατάλυτα στο σκοτεινό βάραθρο.

Και μάχουμαι
πως να γνέψω στους συντρόφους,
προτού πεθάνω.
Να τους δώσω το χέρι μου,
να προφτάσω να συλλαβίσω
και να τους ρίξω έναν ακέραιο λόγο.
Να τους πω τι φαντάζουμαι πως είναι
τούτη η πορεία·
και κατά που ψυχανεμίζουμαι πως πάμε.
Και πως ανάγκη να ρυθμίσουμε όλοι μαζί
το περπάτημα και την καρδιά μας.
Ένα σύνθημα, σα συνωμότες, ένα λόγο απλό
να προφτάσω να πω στους συντρόφους!

Ναι, σκοπός της Γης δεν είναι η ζωή,
δεν είναι ο άνθρωπος. έζησε χωρίς αυτά,
θα ζήσει χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες
της βίαιης περιστροφής της.

Ας ενωθούμε, ας πιαστούμε σφιχτά,
ας σμίξουμε τις καρδιές μας,
ας δημιουργήσουμε εμείς, όσο βαστάει
ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης,
όσο δεν έρχουνται σεισμοί, κατακλυσμοί,
πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν,
ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο
και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε
ένα νόημα ανθρώπινο
στον υπερανθρώπινον αγώνα!

Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε
κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει.
Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης,
να μας πλερώσει το μεροκάματο μας.
Δεν ξενοδουλεύουμε· εμείς είμαστε οι αφέντες·
το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας,
σάρκα μας κι αίμα μας.
Το σκάβουμε, το κλαδεύουμε, το τρυγούμε,
πατούμε τα σταφύλια του, πίνουμε το κρασί,
τραγουδούμε και κλαίμε, οράματα κι Ιδέες
ανηφορίζουν στην κεφαλή μας.
Σε ποια εποχή του αμπελιού σου έλαχε
ο κλήρος να δουλεύεις; Στα σκάμματα;
Στον τρύγο; Στα ξεφαντώματα;
Όλα είναι ένα.
Σκάβω και χαίρουμαι
όλον τον κύκλο του σταφυλιού,
τραγουδώ μέσα στη δίψα και στο μόχτο μου,
μεθυσμένος από το μελλούμενο κρασί.
Κρατώ το γιομάτο ποτήρι και ξαναζώ το μόχτο
του παππού και του προπάππου.
Κι ο ιδρώτας της δουλειάς τρέχει κρουνός
στο αψηλό καταμέθυστο κρανίο.
Είμαι ένα σακί γιομάτο κρέας και κόκαλα, αίμα,
ιδρώτα και δάκρυα, επιθυμίες και οράματα.

net kazantzakis-biography.jpg
Ν΄ αγαπάς την ευθύνη.
Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου
έχω χρέος να σώσω τη γης.
Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.
Ένας λάκκος αίμα είναι η κεφαλή σου,
και μαζώνουνται κοπάδια κοπάδια οι γίσκιοι
των πεθαμένων και σε πίνουν να ζωντανέψουν.

«Μην πεθάνεις, για να μην πεθάνουμε!»
φωνάζουν μέσα σου οι νεκροι.
«Δεν προφτάσαμε να χαρούμε τις γυναίκες
που πεθυμήσαμε· πρόφτασε εσύ,
κοιμήσου μαζί τους!

Δεν προφτάσαμε
να κάμουμε έργα τις Ιδέες μας·
κάμε τις έργα εσύ!
Δεν προφτάσαμε να συλλάβουμε
και να στερεώσουμε το πρόσωπο
της ελπίδας μας· στερέωσε το εσύ!

«Τέλεψε το έργο μας! Τέλεψε το έργο μας!
Μέρα νύχτα μπαινοβγαίνουμε στο κορμί σου
και φωνάζουμε: Όχι, δε φύγαμε,
δεν ξεκορμίσαμε από σένα,
δεν κατεβήκαμε στη γης.
Μέσα από τα σωθικά σου
ξακλουθουμε τον αγώνα.
Λύτρωσε μας!»
Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου·
ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί,
από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει:
«Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ,
κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»
«Αφεντικό, έχεις τα πάντα αλλά παρ’όλα αυτά
χάνεις τη ζωή γιατί σου λείπει λίγη τρέλα.
Εάν αποκτήσεις λίγη τρέλα
θα καταλάβεις τι σημαίνει ζωή.»
Αλέξης Ζορμπάς

ΕΣΤΑΛΗ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΝΗ


πηγη

POPULAR POSTS OF ALL TIME

Blog Archive

Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δ’ ελεύθερον το εύψυχον. – Ευτυχισμένοι είναι οι ελεύθεροι και ελεύθεροι είναι οι γενναίοι. // // Happy are the free and free are the brave.