Οι γιατροί στις ΗΠΑ θέλουν να ελέγχουν κάθε παιδί άνω των οκτώ ετών για άγχος, ακόμα κι αν δεν παρουσιάζει συμπτώματα
Οι νέες συστάσεις ενδέχεται να οδηγήσουν σε αύξηση του αριθμού των συνταγών φαρμάκων κατά του άγχους.
Όλα τα παιδιά της Αμερικής ηλικίας άνω των οκτώ ετών θα πρέπει να εξετάζονται για άγχος, σύμφωνα με μια έγκυρη ομάδα γιατρών, ακόμη και αν δεν παρουσιάζουν κανένα σύμπτωμα με σκοπό να τους χορηγούνται αγχολυτικά χάπια. Τα χάπια αυτα είναι βενζοδιαζεπίνες, οι οποίες περιλαμβάνουν εξαιρετικά εθιστικές ουσίες όπως το Xanax, το Klonopin και το Valium.
Οι πιο πρόσφατες οδηγίες κυκλοφόρησαν την Τρίτη από την Ειδική Ομάδα Προληπτικών Υπηρεσιών των ΗΠΑ (USPSTF), έναν από τους πιο εξέχοντες οργανισμούς στην αμερικανική υγειονομική περίθαλψη.
Επιπλέον, συνιστά στους γιατρούς να ελέγχουν πάντα για κατάθλιψη όσα παιδιά εξετάζουν άνω των 12 ετών, ανεξάρτητα από τα αναφερόμενα συμπτώματα.
Παρά το γεγονός ότι τυγχάνει μεγάλου σεβασμού, η ανεξάρτητη αυτή επιτροπή δεν έχει καμία εξουσία να επιβάλει τις συμβουλές της και οι γιατροί δεν είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν.
Σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), το 8% των παιδιών μεταξύ τριών και 17 ετών έχουν αγχώδη διαταραχή. Επιπλέον, σύμφωνα με μια μελέτη του Πανεπιστημίου Yale , η κατάθλιψη επηρεάζει το 3% των ατόμων κάτω των 18 ετών.
Τα στοιχεία αυτά αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια της επιδημίας, η οποία επηρέασε αρνητικά πολλούς νέους ανθρώπους που διέκοψαν την καθημερινή ζωή και περιόρισαν την κοινωνική τους ζωή.
Είναι απο πίσω οι φαρμακευτικές;
Οι νέες συστάσεις, σύμφωνα με τους ειδικούς, ενδέχεται να οδηγήσουν σε αύξηση του αριθμού των συνταγών κατά του άγχους. Ορισμένοι ανησυχούν ότι οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν ήδη ένα αναπτυσσόμενο ζήτημα εθισμού ως αποτέλεσμα αυτών των εξαιρετικά εθιστικών φαρμάκων.
Σύμφωνα με την Δρ. Άννα Λέμπκε, διευθύντρια της κλινικής διπλής διάγνωσης της Ιατρικής Εξάρτησης του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, «Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν είχε αποφασιστεί κάτι παρόμοιο απο την Μικτή Επιτροπή που έδωσε εντολή σε όλους τους γιατρούς να ελέγχουν τους ασθενείς για σωματικό πόνο, ακόμη και όταν οι ασθενείς δεν προσήλθαν για τον πόνο, το αποτέλεσμα ήταν αυξημένη συνταγογράφηση οπιοειδών, συμβάλλοντας στην τρέχουσα “επιδημία” οπιοειδών στις ΗΠΑ.
«Θα μπορούσα να δω ότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τον υποχρεωτικό έλεγχο του άγχους».
Η Δρ Λέμπκε δήλωσε επίσης ότι είχε τις ίδιες επιφυλάξεις σχετικά με τον προσυμπτωματικό έλεγχο παιδιών όπως και για τον έλεγχο των ενηλίκων.
Άλλοι έχουν προειδοποιήσει ότι δεν είναι σωστό να εξετάζουν γιατροί πρωτοβάθμιας φροντίδας για θέματα ψυχικής υγείας και όχι οι ψυχολόγοι. Αυτοί οι γιατροί στερούνται την απαραίτητη εκπαίδευση, είπε ο Δρ Τζόναθαν Σέντλερ, καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο, στο Fox News τον περασμένο μήνα.
Αυτές οι αξιολογήσεις μπορεί να οδηγήσουν κάποιον που δεν αναφέρει συμπτώματα να αναπτύξει εξάρτηση από ναρκωτικά φάρμακα με υψηλή πιθανότητα εθισμού.
«Αυτό το είδος προληπτικού ελέγχου θα διαγνώσει τεράστιους αριθμούς ανθρώπων με μια διαταραχή και ένας μεγάλος αριθμός από αυτούς θα καταλήξουν σε μια ισόβια πορεία με τη μία φαρμακευτική αγωγή και τη μία θεραπεία μετά την άλλη», εξήγησε ο Δρ Σέντλερ.
Η Δρ Άννα Λέμπκε (αριστερά), επικεφαλής της Κλινικής Διπλής Διάγνωσης της Ιατρικής Εξάρτησης στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, Ο Δρ Jonathan Shedler (δεξιά), καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Σαν Φρανσίσκο