Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Ν. Καζαντζάκης
Διαβάστε ένα ακόμη λογοτεχνικό κείμενο, αυτή τη φορά πεζό, που αποδίδει τη θαυμαστή ιδιότητα του χορού να εκφράζει τα έντονα συναισθήματα, όταν τα λόγια δεν φτάνουν. Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το έργο του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.
===========================
Νίκος Καζαντζάκης
Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά
O Ζορμπάς έμεινε με μισάνοιχτο στόμα∙ πολεμούσε να καταλάβει, δεν τολμούσε να πιστέψει τόση ευτυχία. Άξαφνα μπήκε στο νόημα∙ χύθηκε απάνω μου, με άρπαξε από τον ώμο.
– Χορεύεις; με ρώτησε με λαχτάρα∙ χορεύεις;
-Όχι.
-Όχι ; !
Κρέμασε τα χέρια κατάπληχτος.
– Καλά, είπε σε λίγο τότε να χορέψω εγώ, αφεντικό. Στάσου πιο πέρα, να μη σε αναποδογυρίσω. Χάι! Χάι!
Έδωκε ένα σάλτο, πετάχτηκε έξω από την παράγκα, πέταξε τα παπούτσια του, το σακάκι, το γιλέκο, ανασήκωσε τα πανταλόνια ως τα γόνατα, άρχισε να χορεύει. Το μούτρο του, μουντζαλωμένο ακόμα από το κάρβουνο, ήταν κατασκότεινο∙ τα μάτια του γυάλιζαν κάτασπρα.
Χύθηκε στο χορό, χτυπούσε τα παλαμάκια, πηδούσε, στρουφογύριζε στον αγέρα, έπεφτε κάτω με λυγισμένα γόνατα κι αντιπηδούσε ανάερα καθιστός, σα λάστιχο. Άξαφνα τινάζουνταν πάλι αψηλά στον αγέρα, σα να το ’χε βάλει πείσμα να νικήσει τους μεγάλους νόμους, να κάνει φτερά και να φύγει. Ένιωθες μέσα στο σαρακοφαγωμένο αυτό ταγαριασμένο κορμί την ψυχή να μάχεται να συνεπάρει τη σάρκα και να χυθεί μαζί της, αστροβολίδα, μέσα στο σκοτάδι. Τίναζε η ψυχή το κορμί, μα αυτό έπεφτε, δε βαστούσε πολλή ώρα στον αγέρα, το ξανατίναζε, ανήλεη, λίγο τώρα πιο αψηλά, μα πάλι το έρμο ξανάπεφτε αγκομαχώντας.
Ο Ζορμπάς μάζευε τα φρύδια, το πρόσωπό του είχε πάρει ανησυχαστικιά σοβαρότητα∙ δε σκλήριζε πια ∙ με σφιγμένα τα δόντια ο Ζορμπάς μάχουνταν να φτάσει το αδύνατο.
-Ζορμπά, Ζορμπά, φώναζα ∙ φτάνει!
Φοβόμουν μην ξαφνικά από την τόση φόρα δε βαστάξει το γέρικο κορμί του και σκορπίσει στον αγέρα θρύμματα.
Φώναζα, μα πού ν’ ακούσει ο Ζορμπάς τις φωνές του χωμάτου∙ το σπλάχνο του είχε γίνει σαν τού πουλιού. […]
-Ζορμπά, Ζορμπά, φώναζα∙ φτάνει!
Ο Ζορμπάς κουκούβισε στο χώμα, λαχανιασμένος. Το πρόσωπό του έλαμπε ευτυχισμένο. Τα γκρίζα μαλλιά του είχαν κολλήσει στο κούτελό του κι ο ιδρώτας κουρνέλιαζε στα μάγουλά του και στο πηγούνι, ανακατεμένος με κάρβουνο.
Έσκυψα απάνω του ανήσυχος.
-Αλάφρωσα, είπε σε λίγο ∙ σα να μου πήραν αίμα. Τώρα μπορώ να μιλήσω.
Μπήκε μέσα στην παράγκα, ανακάθισε μπροστά από το μαγκάλι, κι έλαμπε το πρόσωπό του.
– Τι σ’ έπιασε κι άρχισες το χορό;
– Τι ήθελες να κάμω, αφεντικό; Πλαντούσα από την πολλή χαρά μου ∙ έπρεπε να ξεσκάσω. Και πώς μπορεί να ξεσκάσει ένας άνθρωπος; Με τα λόγια; Πφφ! […]
Με κοίταξε, μου ’κλεισε το μάτι:
– Γιατί δε γελάς; ρώτησε. Τι με κοιτάς έτσι; Τέτοιο είναι το σκαρί μου. Ένας διάολος είναι μέσα μου και φωνάζει, και κάνω ό,τι μου πει. Κάθε που πάω να πλαντάξω, μου φωνάζει: «Χόρεψε!» και χορεύω. Ξεπλαντάζω. Μια φορά που πέθανε το παιδί μου, ο Δημητράκης μου, στη Χαλκιδική, έτσι σηκώθηκα πάλι και χόρεψα. Οι συγγενείς κι οι φίλοι που με θωρούσαν να χορεύω μπροστά από το λείψανο, χύθηκαν να με πιάσουν. «Τρελάθηκε ο Ζορμπάς, φώναξαν, τρελάθηκε ο Ζορμπάς» Μα εγώ, τη στιγμή εκείνη, αν δε χόρευα, θα τρελαίνουμουν από τον πόνο. Γιατί ’ταν ο πρώτος μου γιός κι ήταν τριών χρόνων και δεν μπορούσα να βαστάξω το χαμό του. Κατάλαβες τι σου λέω, αφεντικό, ή μιλώ του αγέρα;
-Κατάλαβα, Ζορμπά, κατάλαβα ∙ δε μιλάς του αγέρα.
-Μιαν άλλη πάλι φορά ήμουνα στη Ρουσία∙ γιατί πήγα κι εκεί πέρα ακόμα, πάλι για μεταλλεία ∙ για χαλκό, κοντά στο Νοβορωσίσκι. Είχα μάθει πέντ’ έξι ρούσικες λέξεις, όσες μου χρειάζουνταν στη δουλειά μου: «Όχι, ναι, ψωμί, νερό, σε αγαπώ, έλα, πόσο;» Μα να που έπιασα φιλίες μ’ ένα Ρούσο, φοβερό μπολσεβίκο. Στρωνόμαστε το λοιπόν κάθε βράδυ σε μιαν ταβέρνα στο λιμάνι και κατεβάζαμε κάμποσα καραφάκια βότκα. Ερχόμασταν στο κέφι. Κι ως ερχόμασταν στο κέφι, άνοιγε η καρδιά μας ∙ αυτός ήθελε να μου στορήσει, χαρτί και καλαμάρι, τα όσα είδε κι έπαθε στη ρούσικη Επανάσταση, κι εγώ πάλι να του ξεμυστηρευτώ το βίο και την πολιτεία μου ∙ μεθύσαμε, βλέπεις, κι είχαμε γίνει αδέρφια.
Με χερονομίες, τσάτρα πάτρα, συνεννοηθήκαμε ∙ αυτός θ’ άρχιζε πρώτος να μιλάει ∙ όταν πια δε θα καταλάβαινα, θα του φώναζα: «Στοπ!» ∙ θα σηκώνουνταν τότε να χορέψει ∙ να χορέψει ό,τι ήθελε να μου πει. Το ίδιο κι εγώ. Ό,τι δεν μπορούσαμε να πούμε με το στόμα, θα το λέγαμε με τα πόδια, με τα χέρια, με την κοιλιά ή με άγριες κραξιές: «Χάι-χάι! Χόπλα! Βίρα!» […]
Άργησα να κλείσω μάτι. Χαμένη η ζωή μου, συλλογίζουμουν ∙ να μπορούσα να ’πιανα ένα σφουγγάρι, να τα σβήσω όλα όσα διάβασα, όσα είδα κι άκουσα, να μπω στο σκολειό του Ζορμπά και ν’ αρχίσω τη μεγάλη, την αληθινή αλφαβήτα! Πόσο διαφορετικιά στράτα θα ’παιρνα! Θα γύμναζα τέλεια τις πέντε μου αίστησες, το δέρμα μου αλάκερο, να χαίρεται και να καταλαβαίνει, θα μάθαινα να τρέχω, να παλεύω, να κολυμπώ, να χιμώ καβάλα, να κάνω κουπί, να οδηγώ αυτοκίνητο, να ρίχνω τουφέκι, θα γέμιζα σάρκα την ψυχή μου ∙ θα γέμιζα ψυχή τη σάρκα μου ∙ θα φίλιωνα μέσα μου, επιτέλους, τους δυο προαιώνιους ετούτους οχτρούς …
Ανακαθιστός στο στρώμα μου, αναθίβανα τη ζωή μου που πήγαινε χαμένη. Από την ανοιχτή πόρτα διάκρινα θαμπά μέσα στην αστροφεγγιά το Ζορμπά να κάθεται κουκουβιστός σ’ ένα βράχο, σαν όρνιο νυχτερινό, και να κοιτάζει τη θάλασσα, και τον ζήλευα. «Αυτός βρήκε την αλήθεια, συλλογίζουμουν, αυτός είναι ο δρόμος!»
Νίκος Καζαντζάκης,
Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, απόσπασμα