Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά
Μέρες έμεινε η γέψη του θανάτου στα χείλια μου· η καρδιά μου αλάφρωσε. Ο θάνατος μπήκε στη ζωή μου με γνώριμο, αγαπημένο πρόσωπο, σα φίλος που ήρθε να μας πάρει και κάθεται στη γωνιά, ως να τελειώσουμε τη δουλειά μας, και δε βιάζεται. Το μυαλό μου γαλήνεψε νογώντας έτσι φιλικό το νόημα του θανάτου.
Ο θάνατος χύνεται κάποτε στη ζωή μας, σα μυρωδιά που ζαλίζει· προπάντων όταν βρίσκεται στη μοναξιά κι είναι φεγγάρι και βαθιά σιωπή κι είναι το σώμα σου νιολουσμένο κι ανάλαφρο και δε φέρνει πολλά εμπόδια στην ψυχή, και κοιμάσαι. Τότε, για μια στιγμή, το μεσότοιχο ανάμεσα ζωής και θανάτου γίνεται διάφανο και βλέπεις τι γίνεται πίσω, κάτω από τα χώματα.
Σε μιαν τέτοια αλαφρωμένη στιγμή, εδώ στη μοναξιά, πρόβαλε ο Ζορμπάς στον ύπνο μου. Δε θυμούμαι καθόλου πώς ήταν, τι είπε, γιατί ήρθε· όταν ξύπνησα, η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει· και ξαφνικά, χωρίς να ξέρω γιατί, τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
Συνάμα σφοδρή πεθυμιά -όχι πεθυμιά, ανάγκη- με κυρίεψε να ανασυντάξω τη ζωή που ζήσαμε οι δυο μας στο κρητικό ακρογιάλι, να ζορίσω τη μνήμη μου να θυμηθεί, να μαζέψει όλες τις σκόρπιες κουβέντες, φωνές, χερονομίες, τα γέλια, τα κλάματα, τους χορούς του Ζορμπά -και να τα περισώσω.
Τόσο σφοδρή και ξαφνικιά ήταν η πεθυμιά μου αυτή, που φοβήθηκα πως ετούτο είναι σημάδι πως κάπου στη γης, τις μέρες εκείνες, ψυχομαχούσε ο Ζορμπάς· γιατί τόσο ένιωθα την ψυχή μου ενωμένη με την ψυχή του, που θεωρούσα αδύνατο να πεθάνει η μια χωρίς να τρανταχτεί και να σύρει φωνή κι η άλλη.
Δίστασα μια στιγμή να συγκετρώσω όλα τ’ αχνάρια του Ζορμπά στη μνήμη μου και να τα διατυπώσω με λόγια. Παιδιάτικος φόβος με συνεπήρε· έλεγα: “Αν το κάμω αυτό, θα πει ο Ζορμπάς αληθινά κιντυνεύει· ας αντισταθώ στο χέρι που σπρώχνει το χέρι μου.”
Απόσπασμα από το βιβλίο “Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά” του Νίκου Καζαντζάκη, σελ. 313, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα 2014
πηγη
https://www.thessalonikiartsandculture.gr/recent/.